περισσολόγος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[περιττολόγος]]. | |mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[περιττολόγος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περισσολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που μιλάει [[πολύ]], [[πολυλογάς]], [[φλύαρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A talking too much, wordy, Sch.Ar.Eq.89.
German (Pape)
[Seite 592] weitschweifig, geziert redend, sich gekünstelt oder übermäßig geschmückt ausdrückend, Schol. Ar. Equ. 89 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περισσολόγος: ον ὁ περιττὰ λέγων, περιττολόγος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 89, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
verbeux.
Étymologie: περισσός, λόγος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
βλ. περιττολόγος.
Greek Monotonic
περισσολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μιλάει πολύ, πολυλογάς, φλύαρος.