τύκισμα: Difference between revisions

From LSJ

τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent

Source
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[τυκίζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[τυκίζω]].
|mltxt=τὸ, Α [[τυκίζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[τυκίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τύκισμα:''' -ατος, τό, [[κατεργασία]] λίθων· στον πληθ., <i>κανόνων τυκίσματα</i>, δηλ. τείχη από λίθους οικοδομημένους με τη [[σειρά]] αντίθ. προς τα ακατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠκισμα Medium diacritics: τύκισμα Low diacritics: τύκισμα Capitals: ΤΥΚΙΣΜΑ
Transliteration A: týkisma Transliteration B: tykisma Transliteration C: tykisma Beta Code: tu/kisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a working of stones, in pl., κανόνων τυκίσματα, i. e. walls of stone worked by rule, E.Tr.814 (lyr.); λαΐνων τυκις μάτων Id.Fr.125.3, cf.HF1096.

German (Pape)

[Seite 1160] τό, das Behauene, das aus behauenen Steinen Erbau'te, steinerne Mauer; Seidl. Eur. Troad. 831; Lycophr. 349.

Greek (Liddell-Scott)

τύκισμα: τό, ἐργασία λίθων, ἐν τῷ πληθ., κανόνων τυκίσματα, δηλ. τείχη ἐκ λίθων συνῳκοδομημένων διὰ τοῦ κανόνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀκατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, Εὐρ. Τρῳ. 812· λαΐνων τυκισμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 124. 3· πρβλ. τύκη, τύκος.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
construction en pierres de taille.
Étymologie: τυκίζω.

Greek Monolingual

τὸ, Α τυκίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυκίζω.

Greek Monotonic

τύκισμα: -ατος, τό, κατεργασία λίθων· στον πληθ., κανόνων τυκίσματα, δηλ. τείχη από λίθους οικοδομημένους με τη σειρά αντίθ. προς τα ακατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, σε Ευρ.