πρόστροπος: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[προστρέπω]]<br /><b>1.</b> ο [[προστρόπαιος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «κατηραμένος».
|mltxt=ὁ, Α [[προστρέπω]]<br /><b>1.</b> ο [[προστρόπαιος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «κατηραμένος».
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόστροπος:''' -ον ([[προστρέπω]]), όπως το [[προστρόπαιος]], [[ικέτης]], <i>τινος</i>, σε Σοφ.· απόλ., στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 19:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόστροπος Medium diacritics: πρόστροπος Low diacritics: πρόστροπος Capitals: ΠΡΟΣΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: próstropos Transliteration B: prostropos Transliteration C: prostropos Beta Code: pro/stropos

English (LSJ)

ὁ,=

   A προστρόπαιος 1.1, suppliant, τινος S.Ph.773: abs., Id.OT41.    II accursed, Phot. s.v. προστρόπαιος.

German (Pape)

[Seite 784] zugewendet, bes. mit Flehen gewendet, τινός, an Einen, Soph. Phil. 762; vgl. ἱκετεύομέν σε πάντες οἵδε πρόστροποι, O. R. 41; einzeln in sp. Prosa, wie προστρόπαιος.

Greek (Liddell-Scott)

πρόστροπος: -ον, (προστρέπω) ὁ ἐστραμμένος πρός τινα ἢ πρός τι· ὅθεν ὡς τὸ προστρόπαιος, ἱκέτης, τινος Σοφ. Φιλ. 773· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 41. ΙΙ. κατηραμένος, Φώτ. ἔν λ. προστρόπαιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
suppliant : τινος SOPH qui supplie qqn.
Étymologie: προστρέπω.

Greek Monolingual

ὁ, Α προστρέπω
1. ο προστρόπαιος
2. (κατά τον Φώτ.) «κατηραμένος».

Greek Monotonic

πρόστροπος: -ον (προστρέπω), όπως το προστρόπαιος, ικέτης, τινος, σε Σοφ.· απόλ., στον ίδ.