ῥιπίς: Difference between revisions
Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist
(36) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />[[είδος]] ψάθας, ῥίψ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥίψ</i>, <i>ῥιπός</i> «[[ψάθα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]]. | |mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />[[είδος]] ψάθας, ῥίψ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥίψ</i>, <i>ῥιπός</i> «[[ψάθα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥῑπίς:''' ἡ ([[ῥίψ]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ανεμιστήρας]], [[φυσερό]] για [[δυνάμωμα]] της φωτιάς, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> γυναικεία [[βεντάλια]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (ῥίψ)
A fan for raising the fire, Ar.Ach.669,888; ῥ. δ' ἐγείρει . . Ἡφαίστου κύνας, i.e. the slumbering flames, Eub.75.7; πτερίνα ῥ. AP 6.306 (Aristo). II lady's fan, Stratt.56, AP6.290 (Diosc.), D.H.7.9. III = ῥίψ, Crates Com.13. IV ῥιπίρ (prob. Elean)· ῥιπίς, τὸ πλέγμα, ἢ ἐκ σχοίνου πέτασος. Ἀττικοὶ δὲ ῥιπίδα, ᾧ τὸ πῦρ καίουσι· καὶ τραπέζας οὕτω λέγουσι, Hsch.; Elean ῥιπίρ also in Inscr.Olymp.718, perh. = δίσκος, quoit, unless it is a pr. n. V ῥιπίς· τοῦ σκέλους τὸ ἀκροκώλιον, Hsch. [The acc. ῥιπῖδα occurs in AP6.306 (Aristo); but ῥιπίδα, -ίδι in Ar., etc.]
German (Pape)
[Seite 845] ίδος, ἡ, 1) der Fächer, um Feuer damit anzufachen; Ar. Ach. 641. 853; Eubul. bei Ath. III, 108 b; πτερίνα, Aristo 1 (VI, 306); dah. auch der Blasebalg. – 2) der Fächer, sich damit zu fächeln, abzukühlen; καi σκιάδιον, D. Hal. 7, 9; πρηεῖα, Diosc. (VI, 290). – Auch = ῥίψ, Matte, geflochtene Decke, Hesych. lakonisch ῥιπίς, der auch ῥιπίς durch τοῦ σκέλους τὸ ἀκροκώλιον erklärt.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑπίς: ἡ, (ῥίψ) φυσητήριον, ἀνεμιστήριον πρὸς ἔξαψιν τοῦ πυρός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 669, 888· ῥ. δ’ ἐγείρει.. Ἡφαίστου κύνας, δηλ. τὰς κοιμωμένας φλόγας, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 7· ῥ. πτερίνα Ἀνθ. Π. 6. 306. ΙΙ. ῥιπίδιον γυναικός, Στράττις ἐν «Ψυχασταῖς» 6, Διον. Ἁλ. 7. 9, Ἀνθ. Π. 6. 290. ΙΙΙ. = ῥίψ, Κράτης ἐν «Ἥρωσιν» 6. [Ἡ αἰτ. ῥιπῖδα ἀπαντᾷ ἐν Ἀνθ. Π. 306, ὁ δὲ Δράκων 23 λέγει ὅτι αὕτη ἡ ποσότης ἦν κοινὴ παρ’ Ἕλλησιν· ἀλλὰ ῥιπίδα, -ίδι παρ’ Ἀριστοφ., κλ.].
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
soufflet pour souffler le feu.
Étymologie: ῥίπτω.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
είδος ψάθας, ῥίψ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίψ, ῥιπός «ψάθα» + κατάλ. -ίς, -ίδος].
Greek Monotonic
ῥῑπίς: ἡ (ῥίψ)·
I. ανεμιστήρας, φυσερό για δυνάμωμα της φωτιάς, σε Αριστοφ.
II. γυναικεία βεντάλια, σε Ανθ.