ἐκπέραμα: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκπέραμα]], το (Α)<br />το να περάσει, να έλθει [[κάποιος]].
|mltxt=[[ἐκπέραμα]], το (Α)<br />το να περάσει, να έλθει [[κάποιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπέρᾱμα:''' τό, [[πέρασμα]], [[έξοδος]] από..., <i>δωμάτων</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπέρᾱμα Medium diacritics: ἐκπέραμα Low diacritics: εκπέραμα Capitals: ΕΚΠΕΡΑΜΑ
Transliteration A: ekpérama Transliteration B: ekperama Transliteration C: ekperama Beta Code: e)kpe/rama

English (LSJ)

ατος, τό,

   A coming out of, δωμάτων A.Ch.655.

German (Pape)

[Seite 772] τό, der Ausgang, das Herauskommen, δωμάτων Aesch. Ch. 644.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπέρᾱμα: τό, τὸ νὰ περάσῃ ἢ νὰ ἔλθη τις, τρίτον τόδ’ ἐκπέραμα δωμάτων καλῶ, «τρίτον ἤδη ἐκπερᾶσαί τινα ἐκ τῶν δωμάτων καλῶ» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Χο. 655.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sortie.
Étymologie: ἐκπεράω.

Spanish (DGE)

(ἐκπέρᾱμα) -ματος, τό
salida τρίτον τόδ' ἐ. δωμάτων καλῶ te llamo por tercera vez para que salgas del palacio A.Ch.655.

Greek Monolingual

ἐκπέραμα, το (Α)
το να περάσει, να έλθει κάποιος.

Greek Monotonic

ἐκπέρᾱμα: τό, πέρασμα, έξοδος από..., δωμάτων, σε Αισχύλ.