παρακτάομαι: Difference between revisions
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶμαι;<br />acquérir auprès <i>ou</i> en outre ; <i>au pf.</i> avoir acquis ; posséder auprès <i>ou</i> en outre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κτάομαι]]. | |btext=-ῶμαι;<br />acquérir auprès <i>ou</i> en outre ; <i>au pf.</i> avoir acquis ; posséder auprès <i>ou</i> en outre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κτάομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρακτάομαι:''' μέλ. <i>-κτήσομαι</i>, αποθ., [[αποκτώ]] περισσότερα ως [[συμπλήρωμα]]· σε παρακ. -[[κέκτημαι]], έχω [[ακόμα]] μεγαλύτερη [[περιουσία]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
A get over and above, ξεινικοὺς νόμους Hdt.4.80.
German (Pape)
[Seite 486] (s. κτάομαι), dazu erwerben, perf. daneben besitzen; ξενικοὺς νόμους, Her. 4, 80; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρακτάομαι: ἀποθ., κτῶμαι ἐπί πλέον, προστῶμαι, τοῖσι δὲ παρακτωμένοι ξεινικοὺς νόμους τοιαῦτα ἐπιτίμια διδοῦσι Ἡρόδ. 4. 80.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
acquérir auprès ou en outre ; au pf. avoir acquis ; posséder auprès ou en outre, acc..
Étymologie: παρά, κτάομαι.
Greek Monotonic
παρακτάομαι: μέλ. -κτήσομαι, αποθ., αποκτώ περισσότερα ως συμπλήρωμα· σε παρακ. -κέκτημαι, έχω ακόμα μεγαλύτερη περιουσία, σε Ηρόδ.