κώνειον: Difference between revisions
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />jus de la ciguë.<br />'''Étymologie:''' [[κῶνος]]. | |btext=ου (τό) :<br />jus de la ciguë.<br />'''Étymologie:''' [[κῶνος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κώνειον:''' τό, «βρωμόχορτο», Λατ. [[cicuta]]· το [[δηλητήριο]] του φυτού [[αυτού]], με το οποίο οι εγκληματίες καταδικάζονταν σε θάνατο στην Αθήνα, σε Αριστοφ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:21, 30 December 2018
English (LSJ)
τό,
A hemlock, Conium maculatum, Hp.Steril.224, Thphr.HP1.5.3, 9.8.3, Nic.Al.186, Dsc. 4.78, etc. 2 = νάρθηξ, Call.Iamb.1.122, Hsch. II hemlockjuice, poison by which criminals were put to death at Athens, Ar.Ra. 124; κώνειον πεπωκώς Pl.Ly.219e; τὸ κώνειον ἔπιεν X.HG2.3.56, cf. And.3.10; κώνεια πιεῖν Ar.Ra.1051.
German (Pape)
[Seite 1546] τό, Schierlingskraut, cicuta; Hippocr.; Theophr. u. A.; – bes. der aus dem Safte des Schierlings bereitete tödtliche Trank, der in Athen häufig zur Vollstreckung der Todesstrafe angewendet wurde; Ar. Ran. 124, Plat. Lys. 219 e u. Folgde; auch im plur., κώνεια πιεῖν Ar. Ran. 1051.
Greek (Liddell-Scott)
κώνειον: τό, κοινῶς «καρωνάκι» καὶ «βρωμόχορτον», Ἱππ. 681. 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 3, κτλ. ΙΙ. ὁ ὀπὸς τοῦ δηλητηριώδους φυτοῦ κωνείου, δηλητήριον δι’ οὗ ἐφονεύοντο οἱ κατάδικοι ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 124· κώνειον πεπωκὼς Πλάτ. Λῦσ. 219Ε· τὸ κώνειον ἔπιεν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· κώνεια πιεῖν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1051, Ἀνδοκ. 24. 38.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
jus de la ciguë.
Étymologie: κῶνος.
Greek Monotonic
κώνειον: τό, «βρωμόχορτο», Λατ. cicuta· το δηλητήριο του φυτού αυτού, με το οποίο οι εγκληματίες καταδικάζονταν σε θάνατο στην Αθήνα, σε Αριστοφ. κ.λπ.