ὑποταράσσω: Difference between revisions
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
(44) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ὑποταράττω και συγκεκομμένος τ. [[ὑποθράττω]] Α [[ταράσσω]] / [[ταράττω]]]<br />[[ταράζω]], [[ενοχλώ]] (α. «τοῡ βασιλείου ἵππου ὑποταραχθέντος», Θεοφάν. Σιμ.<br />β. «[[ἡνίκα]] Κλέων μ' ὑπετάραττεν ἐπικείμενος», <b>Αριστοφ.</b>). | |mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ὑποταράττω και συγκεκομμένος τ. [[ὑποθράττω]] Α [[ταράσσω]] / [[ταράττω]]]<br />[[ταράζω]], [[ενοχλώ]] (α. «τοῡ βασιλείου ἵππου ὑποταραχθέντος», Θεοφάν. Σιμ.<br />β. «[[ἡνίκα]] Κλέων μ' ὑπετάραττεν ἐπικείμενος», <b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποτᾰράσσω:''' συνηρ. -[[θράσσω]], Αττ. -ττω· μέλ. <i>-ξω</i>· [[αναταράζω]], [[ταράζω]] από [[κάτω]] ή [[λιγάκι]], σε Αριστοφ. — Παθ., ταράζομαι κάπως, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:22, 30 December 2018
English (LSJ)
contr. ὑποθράσσω, Att. ὑποταράττω:—
A stir up, trouble, Ar.V. 1285, Plu.Fab.2, etc.:—Pass., κοιλίη . . ὑπεταράχθη f.l. in Hp.Epid.1.26. έ; ὑ. πρός τι to be somewhat troubled at... Luc.DMort.7.2. 2 ὑ. τι cause some trouble, D.C.39.56, cf. 79.4.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτᾰράσσω: συγκ. -θράσσω, Ἀττ. - ττω· μέλλ. -ξω. - Ταράττω κάτωθεν ἢ ὀλίγον, Ἀριστοφ. Σφ. 1285, Πλουτ. Φάβ. 2, κλπ. - Παθ., ὑπεταράχθη ἡ κοιλίη Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 979· ταράττομαι ὀλίγον, ὑπεταράχθην πρὸς τὸ αἰφνίδιον Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 2. 2) ἐμποιῶ, προξενῶ μικράν τινα ταραχήν, διαδρὰς ἐκ τῆς Ρώμης ὑπετάραττέ τι Δίων Κάσσ. 39. 56., 79. 4. - Πρβλ. ὑποθολόω.
French (Bailly abrégé)
1 troubler en dessous, au fond;
2 fig. effrayer un peu ; Pass. s’effrayer un peu, s’alarmer un peu : πρός τι de qch.
Étymologie: ὑπό, ταράσσω.
Greek Monolingual
ΜΑ, και αττ. τ. ὑποταράττω και συγκεκομμένος τ. ὑποθράττω Α ταράσσω / ταράττω]
ταράζω, ενοχλώ (α. «τοῡ βασιλείου ἵππου ὑποταραχθέντος», Θεοφάν. Σιμ.
β. «ἡνίκα Κλέων μ' ὑπετάραττεν ἐπικείμενος», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ὑποτᾰράσσω: συνηρ. -θράσσω, Αττ. -ττω· μέλ. -ξω· αναταράζω, ταράζω από κάτω ή λιγάκι, σε Αριστοφ. — Παθ., ταράζομαι κάπως, σε Λουκ.