μελίρρυτος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
(24) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μελίρρυτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που το [[στόμα]] του στάζει [[μέλι]], [[μελιστάλαχτος]], [[μελισταγής]] («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους [[τρεις]] Ιεράρχες)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] [[γλυκός]] σαν το [[μέλι]] («[[φωνή]] μελίρρυτη»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμό</i>-<i>ρρυτος</i>, <i>αλί</i>-<i>ρρυτος</i>]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[μελίρρυτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που το [[στόμα]] του στάζει [[μέλι]], [[μελιστάλαχτος]], [[μελισταγής]] («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους [[τρεις]] Ιεράρχες)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] [[γλυκός]] σαν το [[μέλι]] («[[φωνή]] μελίρρυτη»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμό</i>-<i>ρρυτος</i>, <i>αλί</i>-<i>ρρυτος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μελίρρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που ρέει [[μέλι]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, = foreg.,
A κρῆναι Pl. Ion 534b.
Greek (Liddell-Scott)
μελίρρῠτος: -ον, = τῷ προηγ., κρῆναι Πλάτ. Ἴων 534Α, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 6. 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui laisse couler le miel.
Étymologie: μέλι, ῥέω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μελίρρυτος, -ον)
1. αυτός που το στόμα του στάζει μέλι, μελιστάλαχτος, μελισταγής («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους τρεις Ιεράρχες)
2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («φωνή μελίρρυτη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αιμό-ρρυτος, αλί-ρρυτος].