σκνιπός: Difference between revisions

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
(37)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σκνιφός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[τσιγγούνης]], [[φιλάργυρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ασθενική όραση, μύωπας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκνίψ]], [[σκνιπός]] «[[σκνίπα]]» (<b>πρβλ.</b> [[κνιπός]]: [[κνίψ]]). Για τις μτφ. χρήσεις τών τ. <b>βλ. λ.</b> [[κνίψ]].
|mltxt=και [[σκνιφός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[τσιγγούνης]], [[φιλάργυρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ασθενική όραση, μύωπας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκνίψ]], [[σκνιπός]] «[[σκνίπα]]» (<b>πρβλ.</b> [[κνιπός]]: [[κνίψ]]). Για τις μτφ. χρήσεις τών τ. <b>βλ. λ.</b> [[κνίψ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκνῑπός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει αμβλυμένη όραση, [[μύωψ]] (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκνῑπός Medium diacritics: σκνιπός Low diacritics: σκνιπός Capitals: ΣΚΝΙΠΟΣ
Transliteration A: sknipós Transliteration B: sknipos Transliteration C: sknipos Beta Code: sknipo/s

English (LSJ)

(A), ή, όν,

   A niggardly, stingy, Anon.in EN182.27, Hsch.; σκνιφός, Phryn.376, cf. Moer.p.387P.
σκνῑπός (B), ή, όν,

   A dim-sighted, ἢ τυφλὸς ἤ τις σκνιπός Semon.19; σκνιφός, Hsch. (who also cites σκνίφος· τὸ σκότος); cf. ὑπόσκνιφος, -σκνιπος.

German (Pape)

[Seite 901] knickerig, knauserig, filzig, Sp. – Auch = σκνιφός, Simonds bei Poll. 2, 65, der ἀμυδρὸν βλέπων erkl.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
1 qui a la vue faible;
2 qui est d’une avarice sordide.
Étymologie: σκνίπτω.
2gén. de σκνίψ.

Greek Monolingual

και σκνιφός, -ή, -όν, Α
1. τσιγγούνης, φιλάργυρος
2. αυτός που έχει ασθενική όραση, μύωπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκνίψ, σκνιπός «σκνίπα» (πρβλ. κνιπός: κνίψ). Για τις μτφ. χρήσεις τών τ. βλ. λ. κνίψ.

Greek Monotonic

σκνῑπός: -ή, -όν, αυτός που έχει αμβλυμένη όραση, μύωψ (αμφίβ. προέλ.).