προεκκομίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>προεκκομίζομαι</i><br />[[κινώ]], [[μετακινώ]] [[κάτι]] αρχικά («προεκκομίσασθαι τῇ χειρί», Ιππιατρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταφέρω]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («τὸ δὲ [[ἄγαλμα]]... προεκκομίζουσι τῇ προτεραίῃ ἐς [[ἄλλο]] [[οἴκημα]] [[ἱρόν]]» <b>Ηρόδ.</b>)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκομίζω]] «[[μεταφέρω]], [[μετακινώ]]»].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>προεκκομίζομαι</i><br />[[κινώ]], [[μετακινώ]] [[κάτι]] αρχικά («προεκκομίσασθαι τῇ χειρί», Ιππιατρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταφέρω]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («τὸ δὲ [[ἄγαλμα]]... προεκκομίζουσι τῇ προτεραίῃ ἐς [[ἄλλο]] [[οἴκημα]] [[ἱρόν]]» <b>Ηρόδ.</b>)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκομίζω]] «[[μεταφέρω]], [[μετακινώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προεκκομίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[μεταφέρω]], [[εκφέρω]] από [[πριν]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκκομίζω Medium diacritics: προεκκομίζω Low diacritics: προεκκομίζω Capitals: ΠΡΟΕΚΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: proekkomízō Transliteration B: proekkomizō Transliteration C: proekkomizo Beta Code: proekkomi/zw

English (LSJ)

   A carry out beforehand, Hdt.2.63: metaph., ὑπὸ τῆς τύχης -κομισθεὶς ἀναίμακτος Plu.Tim. 37.    2 Med., remove first, τῇ χειρί Hippiatr.75.

German (Pape)

[Seite 718] vorher heraustragen, -schaffen; Her. 2, 63; Plut. Timol. 37.

Greek (Liddell-Scott)

προεκκομίζω: ἐκκομίζω, ἐκφέρω πρότερον, Ἡρόδ. 2. 63, Πλουτ. Τιμολ. 37.

French (Bailly abrégé)

emporter, particul. porter en terre auparavant.
Étymologie: πρό, ἐκκομίζω.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
μέσ. προεκκομίζομαι
κινώ, μετακινώ κάτι αρχικά («προεκκομίσασθαι τῇ χειρί», Ιππιατρ.)
αρχ.
μεταφέρω κάτι προηγουμένως («τὸ δὲ ἄγαλμα... προεκκομίζουσι τῇ προτεραίῃ ἐς ἄλλο οἴκημα ἱρόν» Ηρόδ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκομίζω «μεταφέρω, μετακινώ»].

Greek Monotonic

προεκκομίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, μεταφέρω, εκφέρω από πριν, σε Ηρόδ.