ποτίκρανον: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />(ποιητ. και δωρ. τ.) [[προσκεφάλι]], [[μαξιλάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποτί]], τ. [[ισοδύναμος]] του [[πρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράνον]], <b>βλ.</b> [[κρανίον]]), <b>πρβλ.</b> [[περί]]-<i>κρανον</i>].
|mltxt=τὸ, Α<br />(ποιητ. και δωρ. τ.) [[προσκεφάλι]], [[μαξιλάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποτί]], τ. [[ισοδύναμος]] του [[πρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράνον]], <b>βλ.</b> [[κρανίον]]), <b>πρβλ.</b> [[περί]]-<i>κρανον</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποτίκρᾱνον:''' Δωρ. αντί <i>πρόσ-κρᾱνον</i>, [[προσκέφαλο]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 19:29, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτίκρᾱνον Medium diacritics: ποτίκρανον Low diacritics: ποτίκρανον Capitals: ΠΟΤΙΚΡΑΝΟΝ
Transliteration A: potíkranon Transliteration B: potikranon Transliteration C: potikranon Beta Code: poti/kranon

English (LSJ)

Dor. form of πρόσκρ- (which is not found),

   A = προσκεφάλαιον, cushion, Sophr.10, Com.Adesp.1372, Theoc.15.3.

German (Pape)

[Seite 689] τό, nach Poll. 6, 9 bei den Com. = προσκεφἀλαιον, vgl. 2, 42.

Greek (Liddell-Scott)

ποτίκρᾱνον: Δωρ. τύπος οὗ ὁ κοινὸς τύπος πρόσκρ- εἶναι ἄχρηστος, = προσκεφάλαιον, Θεόκρ. 15. 3, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 314.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
oreiller.
Étymologie: dor. ποτί = πρός, *κρᾶνον (v. κρανίον).

Greek Monolingual

τὸ, Α
(ποιητ. και δωρ. τ.) προσκεφάλι, μαξιλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + -κρανον (< κράνον, βλ. κρανίον), πρβλ. περί-κρανον].

Greek Monotonic

ποτίκρᾱνον: Δωρ. αντί πρόσ-κρᾱνον, προσκέφαλο, σε Θεόκρ.