κλοπιμαῖος: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αία, -αίο (AM κλοπιμαῑος, -αία, -αῖον) [[κλόπιμος]]<br />αυτός που αποκτήθηκε με [[κλοπή]], ο [[κλεμμένος]] (α. «η [[αστυνομία]] δεν έχει βρει [[ακόμη]] όλα τα κλοπιμαία αντικείμενα» β. «τὸ φῶς αὐτὸ κλοπιμαῖόν τε καὶ νόθον [[εἶναι]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κλοπιμαίο</i><br />το κλεμμένο [[αντικείμενο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλοπιμαίως</i> (Α)<br />με κλοπιμαίο τρόπο. | |mltxt=-αία, -αίο (AM κλοπιμαῑος, -αία, -αῖον) [[κλόπιμος]]<br />αυτός που αποκτήθηκε με [[κλοπή]], ο [[κλεμμένος]] (α. «η [[αστυνομία]] δεν έχει βρει [[ακόμη]] όλα τα κλοπιμαία αντικείμενα» β. «τὸ φῶς αὐτὸ κλοπιμαῖόν τε καὶ νόθον [[εἶναι]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κλοπιμαίο</i><br />το κλεμμένο [[αντικείμενο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλοπιμαίως</i> (Α)<br />με κλοπιμαίο τρόπο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κλοπῐμαῖος:''' -α, -ον = [[κλόπιος]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A acquired by theft, Luc.Icar.20; βόες Ant.Lib.23.4. Adv. -αίως Gloss.
German (Pape)
[Seite 1456] = Folgdm; gestohlen, Luc. Icarom. 20 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κλοπῐμαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Λουκ. Ἰκαρ. 20, Ἀντων. Λιβερᾶλ. 23. ― Ἐπίρρ. -ως.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
volé, furtif.
Étymologie: κλοπή.
Greek Monolingual
-αία, -αίο (AM κλοπιμαῑος, -αία, -αῖον) κλόπιμος
αυτός που αποκτήθηκε με κλοπή, ο κλεμμένος (α. «η αστυνομία δεν έχει βρει ακόμη όλα τα κλοπιμαία αντικείμενα» β. «τὸ φῶς αὐτὸ κλοπιμαῖόν τε καὶ νόθον εἶναι», Λουκιαν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κλοπιμαίο
το κλεμμένο αντικείμενο.
επίρρ...
κλοπιμαίως (Α)
με κλοπιμαίο τρόπο.
Greek Monotonic
κλοπῐμαῖος: -α, -ον = κλόπιος, σε Λουκ.