ἐποχθίδιος: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(14) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐποχθίδιος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] στην όχθη. | |mltxt=[[ἐποχθίδιος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] στην όχθη. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐποχθίδιος:''' -αν, -ον ([[ὄχθη]]), [[ορεινός]] ή βουνίσιος, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον, (ὄχθη)
A on or of the river-banks, Νύμφαι AP9.556 (Zon.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐποχθίδιος: -α, -ον, (ὄχθη), ἐπὶ τῶν ὄχθων τὰς διατριβὰς ποιούμενος, Νύμφαι ἐποχθίδιαι, Νηρηΐδες, εἴδετε Δάφνιν χθιζὸν Ἀνθ. Π. 9. 556.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui habite sur les hauteurs, sur les collines.
Étymologie: ἐπί, ὄχθη.
Greek Monolingual
ἐποχθίδιος, -α, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται πάνω στην όχθη.