χρυσάρματος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
(47b)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χρυσό [[άρμα]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[χρυσάρματος]]<br />[[προσωνυμία]] της Σελήνης<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ χρυσάρματοι</i><br />[[σώμα]] της βασιλικής σωματοφυλακής τών Μακεδόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἅρμα]], -<i>ατος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκ</i>-<i>άρματος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χρυσό [[άρμα]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[χρυσάρματος]]<br />[[προσωνυμία]] της Σελήνης<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ χρυσάρματοι</i><br />[[σώμα]] της βασιλικής σωματοφυλακής τών Μακεδόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἅρμα]], -<i>ατος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκ</i>-<i>άρματος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσάρμᾰτος:''' -ον ([[ἅρμα]]), αυτός που έχει ή βρίσκεται μέσα σε χρυσό [[άρμα]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 19:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσάρμᾰτος Medium diacritics: χρυσάρματος Low diacritics: χρυσάρματος Capitals: ΧΡΥΣΑΡΜΑΤΟΣ
Transliteration A: chrysármatos Transliteration B: chrysarmatos Transliteration C: chrysarmatos Beta Code: xrusa/rmatos

English (LSJ)

ον,

   A with or in car of gold, Ἀθάνα B.12.194; Μήνα Pi.O.3.19; also of heroes, Id.P.5.9, I.6(5).19.    II οἱ χ., of a body of the Macedonian royal guard, Poll.1.175.

German (Pape)

[Seite 1379] mit, auf goldenem Wagen, Pind. Μήνη Ol. 3, 20, Κάστωρ P. 5, 9, Αἰακίδαι I. 5, 17, Θῆβαι frg. 207.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσάρμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων ἅρμα χρυσοῦν, ἐπὶ χρυσοῦ ἅρματος ὀχούμενος, ἐπίθετον τῆς σελήνης, Πινδ. Ο. 3. 35· ὡσαύτως ἐπὶ ἡρώων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 5. 10, ἐν Ι. 6 (5). 27· ― οἱ χρυσάρματοι, σῶμά τι τῆς Μακεδονικῆς σωματοφυλακῆς τοῦ βασιλέως, Πολυδ. Α΄, 175.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au char d’or.
Étymologie: χρυσός, ἅρμα.

English (Slater)

χρῡσάρματος, -ον
   1 with golden chariot χρυσάρματος Μήνα (O. 3.19) χρυσαρμάτου Κάστορος (P. 5.9) ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι (τίμιοι κατὰ τὰ ἅρματα Σ.) (I. 6.19) cf. Σ, (P. 2.) inscr., καταφέρεσθαι τὸν Πίνδαρον εἰς τὸ τὰς Θήβας χρυσαρμάτους προσαγορεύειν (ad βρισαρμάτοις Δ. 2. 26 spectare putat Snell: potuit poeta singularem numerum usurpare, nott. Turyn) fr. 323.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει χρυσό άρμα
2. το θηλ. ως ουσ. χρυσάρματος
προσωνυμία της Σελήνης
3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάρματοι
σώμα της βασιλικής σωματοφυλακής τών Μακεδόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -άρματος (< ἅρμα, -ατος), πρβλ. χαλκ-άρματος].

Greek Monotonic

χρῡσάρμᾰτος: -ον (ἅρμα), αυτός που έχει ή βρίσκεται μέσα σε χρυσό άρμα, σε Πίνδ.