προγυμνάζω: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />[[γυμνάζω]] ή [[ασκώ]] κάποιον [[προηγουμένως]], προκαταρκτικώς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γυμνάζω]], [[ασκώ]]<br /><b>2.</b> [[προετοιμάζω]] μαθητή για εξετάσεις παραδίδοντάς του ιδιαίτερα μαθήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταρτίζω]] κάποιον [[προηγουμένως]] στη [[ρητορική]]<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προγυμνάζομαι</i><br />α) (για επιχειρήματα ή για γραπτά [[κείμενα]]) προετοιμάζομαι από [[πριν]] («oἱ προγυμνασθέντες λόγοι», Ερμογ.)<br />β) γυμνάζομαι, ασκούμαι.
|mltxt=ΝΑ<br />[[γυμνάζω]] ή [[ασκώ]] κάποιον [[προηγουμένως]], προκαταρκτικώς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γυμνάζω]], [[ασκώ]]<br /><b>2.</b> [[προετοιμάζω]] μαθητή για εξετάσεις παραδίδοντάς του ιδιαίτερα μαθήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταρτίζω]] κάποιον [[προηγουμένως]] στη [[ρητορική]]<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προγυμνάζομαι</i><br />α) (για επιχειρήματα ή για γραπτά [[κείμενα]]) προετοιμάζομαι από [[πριν]] («oἱ προγυμνασθέντες λόγοι», Ερμογ.)<br />β) γυμνάζομαι, ασκούμαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προγυμνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[γυμνάζω]] ή [[ασκώ]] από [[πριν]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 19:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προγυμνάζω Medium diacritics: προγυμνάζω Low diacritics: προγυμνάζω Capitals: ΠΡΟΓΥΜΝΑΖΩ
Transliteration A: progymnázō Transliteration B: progymnazō Transliteration C: progymnazo Beta Code: progumna/zw

English (LSJ)

   A exercise, train beforehand, χέρα S.Fr.498; ἑαυτὸν ἐς ἄλλον βίον Luc.Herm.78, cf. Porph.VP47: esp. train in oratory, Arr. Epict.1.26.13, etc.:—Med., study, practise oneself, Gal.Anim.Pass.2.3; but also, act as προγυμναστής 2, Id.6.177:—Pass., of arguments or passages, to be prepared beforehand, οἱ προγυμνασθέντες λόγοι Hermog. Inv.4.12.

German (Pape)

[Seite 714] vorher üben; χέρα, Soph. frg. 450; Luc. Hermot. 78 u. a. Sp., auch im med.

Greek (Liddell-Scott)

προγυμνάζω: ὡς καὶ νῦν, γυμνάζω ἢ ἀσκῶ προηγουμένως, χέρα Σοφ. Ἀποσπ. 450˙ ἑαυτὸν ἐς ἄλλον βίον Λουκ. Ἑρμότ. 78˙ ἰδίως, προγυμνάζω τινὰ εἰς τὴν ῥητορικήν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 26, 13, κτλ. ― Παθ., ἐπὶ λόγων, οἱ προγυμνασθέντες λόγοι, οἱ προπαρασκευασθέντες, Ἑρμογέν. περὶ Εὑρέσ. 4. σ. 214.

French (Bailly abrégé)

exercer auparavant, préparer par l’exercice, acc..
Étymologie: πρό, γυμνάζω.

Greek Monolingual

ΝΑ
γυμνάζω ή ασκώ κάποιον προηγουμένως, προκαταρκτικώς
νεοελλ.
1. γυμνάζω, ασκώ
2. προετοιμάζω μαθητή για εξετάσεις παραδίδοντάς του ιδιαίτερα μαθήματα
αρχ.
1. καταρτίζω κάποιον προηγουμένως στη ρητορική
2. (μέσ. και παθ.) προγυμνάζομαι
α) (για επιχειρήματα ή για γραπτά κείμενα) προετοιμάζομαι από πριν («oἱ προγυμνασθέντες λόγοι», Ερμογ.)
β) γυμνάζομαι, ασκούμαι.

Greek Monotonic

προγυμνάζω: μέλ. -σω, γυμνάζω ή ασκώ από πριν, σε Λουκ.