εὐκέατος: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(15) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐκέατος]], -ον (Α)<br />ποιητ. τ. του [[ευκέαστος]] («ὀδμὴ κέδρου τ' εὐκεάτοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>). | |mltxt=[[εὐκέατος]], -ον (Α)<br />ποιητ. τ. του [[ευκέαστος]] («ὀδμὴ κέδρου τ' εὐκεάτοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐκέᾰτος:''' -ον ([[κεάζω]]), αυτός που σχίζεται ή χωρίζεται εύκολα, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, poet. for foreg.,
A κέδρου τ' εὐκεάτοιο Od.5.60; ἐρινεοῦ εὐ. Theoc.25.248.
German (Pape)
[Seite 1074] dasselbe, κέδρος Od. 5, 60; ἐρινεός Theocr. 25, 248.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκέᾰτος: -ον, ποητ. ἀντὶ τοῦ προηγ., κέδρου τ’ εὐκεάτοιο Ὀδ. Ε. 60· ἐρινεοῦ εὐκεάτοιο Θεόκρ. 24. 248. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐκέατον· ξηράν. εὔσχιστον. εὔκαυστον».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à fendre.
Étymologie: εὖ, κεάζω.
English (Autenrieth)
(κεάζω): easily cleft or split, fissile, Od. 5.60†.
Greek Monolingual
εὐκέατος, -ον (Α)
ποιητ. τ. του ευκέαστος («ὀδμὴ κέδρου τ' εὐκεάτοιο», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
εὐκέᾰτος: -ον (κεάζω), αυτός που σχίζεται ή χωρίζεται εύκολα, σε Ομήρ. Οδ.