ἐκκυνέω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(big3_13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[abandonar la jauría]], [[desentenderse del rastro]] ἄλλαι ἐκκυνοῦσι παρὰ τὸ ἴχνος διὰ τέλους συμπεριφερόμεναι X.<i>Cyn</i>.3.10, cf. Poll.5.65, cf. tb. [[ἐκκυνόω]].
|dgtxt=[[abandonar la jauría]], [[desentenderse del rastro]] ἄλλαι ἐκκυνοῦσι παρὰ τὸ ἴχνος διὰ τέλους συμπεριφερόμεναι X.<i>Cyn</i>.3.10, cf. Poll.5.65, cf. tb. [[ἐκκυνόω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκῠνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἔκκυνος]]), [[εκτελώ]] [[έρευνα]], [[ψάξιμο]], [[αναζήτηση]], [[ψάχνω]] για ίχνη, λέγεται για κυνηγετικά σκυλιά ή λαγωνικά, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκῠνέω Medium diacritics: ἐκκυνέω Low diacritics: εκκυνέω Capitals: ΕΚΚΥΝΕΩ
Transliteration A: ekkynéō Transliteration B: ekkyneō Transliteration C: ekkyneo Beta Code: e)kkune/w

English (LSJ)

(ἔκκυνος) of hounds,

   A keep questing about, X.Cyn.3.10, Poll.5.65:—also ἐκκῠνόω, ibid.

German (Pape)

[Seite 765] Xen. Cyn. 3, 10 u. Poll. 5, 65, vom Spürhunde, revieren, nicht immer einer Spur folgen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκῠνέω: (ἔκκυνος) τεχνικὸς ὅρος, ἐπὶ τῶν θηρευτικῶν ἐκείνων κυνῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀκολουθοῦσιν εἰς ὡρισμένα τινὰ ἴχνη, ἀλλὰ περιπλανῶνται πολλὰ ἐρευνῶντες, Ξεν. Κυν. 3. 10, Πολυδ. Ε΄, 65.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
perdre la piste.
Étymologie: ἔκκυνος.

Spanish (DGE)

abandonar la jauría, desentenderse del rastro ἄλλαι ἐκκυνοῦσι παρὰ τὸ ἴχνος διὰ τέλους συμπεριφερόμεναι X.Cyn.3.10, cf. Poll.5.65, cf. tb. ἐκκυνόω.

Greek Monotonic

ἐκκῠνέω: μέλ. -ήσω (ἔκκυνος), εκτελώ έρευνα, ψάξιμο, αναζήτηση, ψάχνω για ίχνη, λέγεται για κυνηγετικά σκυλιά ή λαγωνικά, σε Ξεν.