φιλάγων: Difference between revisions
From LSJ
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τους αγώνες<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμοποιείται ως [[βραβείο]] σε αγώνες («τὸν φιλάγωνα κισσόν», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγών]], -<i>ῶνος</i>]. | |mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τους αγώνες<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμοποιείται ως [[βραβείο]] σε αγώνες («τὸν φιλάγωνα κισσόν», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγών]], -<i>ῶνος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῐλάγων:''' [ᾰ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που αγαπά τους αγώνες, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ωνος, ὁ, ἡ,
A loving contests, κισσός AP7.708 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 1274] ωνος, den Wettkampf, Wettstreit liebend, bei Wettkämpfen gebräuchlich, κισσός Diosc. 30 (VII, 708).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλάγων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τοὺς ἀγῶνας, κισσὸς Ἀνθ. Π. 7. 708, πρβλ. Ἀθήν. 241F.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
qui aime les combats, la lutte.
Étymologie: φίλος, ἀγών.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που αγαπά τους αγώνες
2. αυτός που χρησιμοποιείται ως βραβείο σε αγώνες («τὸν φιλάγωνα κισσόν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀγών, -ῶνος].
Greek Monotonic
φῐλάγων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που αγαπά τους αγώνες, σε Ανθ.