μιμητέος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[μιμέομαι]]. | |btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[μιμέομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῑμητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[μιμέομαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[κάποιος]] που πρέπει να γίνει [[αντικείμενο]] μίμησης, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>μιμητέον</i>, [[κάτι]] που πρέπει να γίνει [[αντικείμενο]] μίμησης, σε Ευρ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A to be imitated, X.Mem. 3.10.8, etc. II μιμητέον, one must imitate, E.Hipp.114, Pl.R. 396b; τινά τι X.Mem.1.7.2.
Greek (Liddell-Scott)
μῑμητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ μιμηθῇ τις, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 8. ΙΙ. μιμητέον, πρέπει τις νὰ μιμηθῇ, Εὐρ. Ἱππ. 114, Πλάτ. Πολ. 396Β· τινά τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 2.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de μιμέομαι.
Greek Monotonic
μῑμητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του μιμέομαι·
I. κάποιος που πρέπει να γίνει αντικείμενο μίμησης, σε Ξεν.
II. μιμητέον, κάτι που πρέπει να γίνει αντικείμενο μίμησης, σε Ευρ., Ξεν.