πιθανολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που με τον λόγο καθιστά [[κάτι]] πιθανό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πιθανός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που με τον λόγο καθιστά [[κάτι]] πιθανό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πιθανός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῐθᾰνολόγος:''' ([[λέγω]]) , αυτός που μιλά με στόχο να [[πείσει]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθᾰνολόγος Medium diacritics: πιθανολόγος Low diacritics: πιθανολόγος Capitals: ΠΙΘΑΝΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: pithanológos Transliteration B: pithanologos Transliteration C: pithanologos Beta Code: piqanolo/gos

English (LSJ)

ον,

   A speaking persuasively, Sch.Ar.Ra.91.

German (Pape)

[Seite 613] so sprechend, daß man wahrscheinlich macht, Schol. Ar. Th. 468.

Greek (Liddell-Scott)

πῐθᾰνολόγος: -ον, ὁ οὕτω λαλῶν ὥστε νὰ καταπείθῃ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 91.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle de manière à persuader, persuasif.
Étymologie: πιθανός, λέγω³.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που με τον λόγο καθιστά κάτι πιθανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιθανός + -λόγος].

Greek Monotonic

πῐθᾰνολόγος: (λέγω) , αυτός που μιλά με στόχο να πείσει.