πολύσχιστος: Difference between revisions
From LSJ
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />([[κυρίως]] για δρόμο) αυτός που διακλαδίζεται σε [[πολλά]] [[στενά]] δρομάκια ή μονοπάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σχιστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σχίζω]])]. | |mltxt=-ον, Α<br />([[κυρίως]] για δρόμο) αυτός που διακλαδίζεται σε [[πολλά]] [[στενά]] δρομάκια ή μονοπάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σχιστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σχίζω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολύσχιστος:''' -ον, αυτός που έχει [[πολλά]] παρακλάδια, [[κέλευθα]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A split into many parts, branching, κέλευθοι S.OC1592.
German (Pape)
[Seite 674] vielfach gespalten, getheilt, mannichfaltig; κέλευθα, Soph. O. C. 1588; ἀτρεκίη, Greg. ep. (VIII, 7); Sp. auch in Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
πολύσχιστος: -ον, ἐπὶ ὁδοῦ, ἡ εἰς πολλὰς ἀτραποὺς διασχιζομένη, ἔστη κελεύθων ἐν πολυσχίστων μιᾷ Σοφ. Ο. Κ. 1592· ἀτρεκίη Ἀνθ. Π. 8. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ος;
c. πολυσχιδής.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κυρίως για δρόμο) αυτός που διακλαδίζεται σε πολλά στενά δρομάκια ή μονοπάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σχιστός (< σχίζω)].
Greek Monotonic
πολύσχιστος: -ον, αυτός που έχει πολλά παρακλάδια, κέλευθα, σε Σοφ.