παιγνιήμων: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παιγνιήμων]] και [[παιγνήμων]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που αρέσκεται στους αστεϊσμούς, [[φιλοπαίγμων]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παιγνιημόνως</i> ή <i>παιγνημόνως</i> (Μ)<br />με παιγνιώδη τρόπο, με αστεϊσμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παιγνία]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i>, [[κατά]] τα επίθ. σε -(<i>η</i>)<i>μων</i> που έχουν παραχθεί από ρήματα (<b>πρβλ.</b> [[ελεώ]] &GT; [[ελεήμων]])].
|mltxt=[[παιγνιήμων]] και [[παιγνήμων]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που αρέσκεται στους αστεϊσμούς, [[φιλοπαίγμων]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παιγνιημόνως</i> ή <i>παιγνημόνως</i> (Μ)<br />με παιγνιώδη τρόπο, με αστεϊσμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παιγνία]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i>, [[κατά]] τα επίθ. σε -(<i>η</i>)<i>μων</i> που έχουν παραχθεί από ρήματα (<b>πρβλ.</b> [[ελεώ]] &GT; [[ελεήμων]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παιγνιήμων:''' -ον, αυτός που αγαπά τους αστεϊσμούς, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιγνιήμων Medium diacritics: παιγνιήμων Low diacritics: παιγνιήμων Capitals: ΠΑΙΓΝΙΗΜΩΝ
Transliteration A: paigniḗmōn Transliteration B: paigniēmōn Transliteration C: paigniimon Beta Code: paignih/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A = παιγνήμων, Hdt.2.173; τὸ κομψὸν καὶ π. [τοῦ Σωκράτους] Numen. ap. Eus.PE14.5.

German (Pape)

[Seite 438] ον, scherzhaft, spaßhaft, Her. 2, 173, von Ath. VI, 261 c τοῖς παιγνίοις ἐπιστήμων erkl.; παιγνήμων bei Suid. u. παιγνίμων bei Schol. Luc. V. H. 2, 41 sind verderbte Formen.

Greek (Liddell-Scott)

παιγνιήμων: -ον, ὡς τὸ παιγνιώδης, ὁ ἀγαπῶν τὰ σκώμματα, Ἡρόδ. 2. 173, Εὐστ. Πονημάτ. 202. 17, κτλ.· παιγνήμων, αὐτόθι 95. 89, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 106· Ἐπίρρ. -όνως, Εὐστάθ. 772. 38.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui aime la plaisanterie, enjoué.
Étymologie: παιγνία.

Greek Monolingual

παιγνιήμων και παιγνήμων, -ον (ΑΜ)
αυτός που αρέσκεται στους αστεϊσμούς, φιλοπαίγμων.
επίρρ...
παιγνιημόνως ή παιγνημόνως (Μ)
με παιγνιώδη τρόπο, με αστεϊσμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιγνία + επίθημα -μων, κατά τα επίθ. σε -(η)μων που έχουν παραχθεί από ρήματα (πρβλ. ελεώ > ελεήμων)].

Greek Monotonic

παιγνιήμων: -ον, αυτός που αγαπά τους αστεϊσμούς, σε Ηρόδ.