νεφώδης: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(27)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[νεφώδης]], -ῶδες) [[νέφος]]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[νέφος]], [[νεφοειδής]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[συννεφιά]], που φέρνει σύννεφα («διὰ τί ὁ [[νότος]] [[ὅταν]] μὲν [[ἐλάττων]] ἦ, αἴθριός ἐστιν, [[ὅταν]] δὲ [[μέγας]], [[νεφώδης]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />καλυμμένος με νέφη, [[συννεφιασμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[φωνή]]) βραχνή, [[βαθιά]] («τῶν δὲ φωνῶν τυφλαί... καὶ νεφώδεις ὅσαι τυγχάνουσιν αὐτοῡ καταπεπνιγμέναι», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-ες (ΑΜ [[νεφώδης]], -ῶδες) [[νέφος]]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[νέφος]], [[νεφοειδής]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[συννεφιά]], που φέρνει σύννεφα («διὰ τί ὁ [[νότος]] [[ὅταν]] μὲν [[ἐλάττων]] ἦ, αἴθριός ἐστιν, [[ὅταν]] δὲ [[μέγας]], [[νεφώδης]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />καλυμμένος με νέφη, [[συννεφιασμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[φωνή]]) βραχνή, [[βαθιά]] («τῶν δὲ φωνῶν τυφλαί... καὶ νεφώδεις ὅσαι τυγχάνουσιν αὐτοῡ καταπεπνιγμέναι», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεφώδης:''' -ες ([[νέφος]]), = [[νεφοειδής]], όμοιος με [[νέφος]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 19:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφώδης Medium diacritics: νεφώδης Low diacritics: νεφώδης Capitals: ΝΕΦΩΔΗΣ
Transliteration A: nephṓdēs Transliteration B: nephōdēs Transliteration C: nefodis Beta Code: nefw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = νεφοειδής, like a cloud, Str.3.2.7.    II cloudy, bringing clouds, ὁ νότος Arist.Pr.942a35.    2 of the voice, husky, Id.Aud.800a14.

Greek (Liddell-Scott)

νεφώδης: -ες, = νεφοειδής, ὅμοιος πρὸς νέφος, Στράβ. 145. ΙΙ. συννεφώδης, ἐγείρων ἢ φέρων σύννεφα, ὁ νότος Ἀριστ. Προβλ. 26. 20. 2) ἐπὶ τῆς φωνῆς, ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 3.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ νεφώδης, -ῶδες) νέφος
1. όμοιος με νέφος, νεφοειδής
2. αυτός που προκαλεί συννεφιά, που φέρνει σύννεφα («διὰ τί ὁ νότος ὅταν μὲν ἐλάττων ἦ, αἴθριός ἐστιν, ὅταν δὲ μέγας, νεφώδης», Αριστοτ.)
νεοελλ.
καλυμμένος με νέφη, συννεφιασμένος
αρχ.
(για φωνή) βραχνή, βαθιά («τῶν δὲ φωνῶν τυφλαί... καὶ νεφώδεις ὅσαι τυγχάνουσιν αὐτοῡ καταπεπνιγμέναι», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

νεφώδης: -ες (νέφος), = νεφοειδής, όμοιος με νέφος, σε Στράβ.