δύσπλανος: Difference between revisions
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δύσπλανος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιπλανιέται [[μέσα]] στη [[δυστυχία]]. | |mltxt=[[δύσπλανος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιπλανιέται [[μέσα]] στη [[δυστυχία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δύσπλᾰνος:''' -ον ([[πλάνη]]), αυτός που περιπλανιέται μέσα στη [[δυστυχία]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A wandering in misery, A.Pr.608 (lyr.); δ. ἀλατείαις ib.900 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 687] unglücklich umherirrend, Aesch. Prom. 611. 902.
Greek (Liddell-Scott)
δύσπλᾰνος: -ον, ἀθλίως πλανώμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 608, 900.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui erre misérablement.
Étymologie: δυσ-, πλάνη.
Spanish (DGE)
(δύσπλᾰνος) -ον
de enloquecido errar παρθένος ref. Ío, A.Pr.608, cf. 900.
Greek Monolingual
δύσπλανος, -ον (Α)
αυτός που περιπλανιέται μέσα στη δυστυχία.
Greek Monotonic
δύσπλᾰνος: -ον (πλάνη), αυτός που περιπλανιέται μέσα στη δυστυχία, σε Αισχύλ.