κάπριος: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(19) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κάπριος]] και [[κάπρειος]], -ον (Α) [[κάπρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κάπρο<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κάπριος]]<br />ο [[αγριόχοιρος]], ο [[κάπρος]]. | |mltxt=[[κάπριος]] και [[κάπρειος]], -ον (Α) [[κάπρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κάπρο<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κάπριος]]<br />ο [[αγριόχοιρος]], ο [[κάπρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κάπριος:''' ὁ, ποιητ. αντί [[κάπρος]],<br /><b class="num">I.</b> [[αγριόχοιρος]], [[αγριογούρουνο]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, [[σῦς]] [[κάπριος]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ. [[κάπριος]], <i>-ον</i>, αυτός που μοιάζει με αγριόχοιρο, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, poet. for κάπρος,
A wild boar, Il.11.414, 12.42, A.R.1.126; σῦς κάπριος Il.11.293, 17.282. II Adj. κάπριος, ον, = κάπρειος, like a wild boar, καπρίους ἔχειν τὰς πρῴρας Hdt.3.59.
German (Pape)
[Seite 1324] ον, = κάπρειος; καὶ τῶν νηῶν καπρίους ἐχουσέων τὰς πρώρας, von der Gestalt eines Ebers, Her. 3, 59. ὁ, poet. = κάπρος, Il. 11, 414. 12, 42, σῦς κάπριος 11, 293. 17, 262.
Greek (Liddell-Scott)
κάπριος: ὁ, ποιητ. ἀντὶ κάπριος, ἀγριόχοιρος, Ἰλ. Λ. 414, Μ. 42· ὡσαύτως, σῦς κάπριος Λ. 293, Ρ. 282 (ἴδε ἐν λ. κάπρος). ΙΙ. ὡς ἐπίθ. κάπριος, ον, = κάπρειος, ὅμοιος πρὸς ἀγριόχοιρον, καπρίους ἔχειν τὰς πρῴρας Ἡρόδ. 3. 59.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 de la race du sanglier : σῦς κάπριος, ou subst. ὁ κάπριος, sanglier;
2 de la forme d’un sanglier : πρῷραι HDT proues en forme de hure.
Étymologie: κάπρος.
English (Autenrieth)
(κάπρος): wild boar, with and without σῦς, Μ , Il. 17.282.
Greek Monolingual
κάπριος και κάπρειος, -ον (Α) κάπρος
1. αυτός που μοιάζει με κάπρο
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κάπριος
ο αγριόχοιρος, ο κάπρος.
Greek Monotonic
κάπριος: ὁ, ποιητ. αντί κάπρος,
I. αγριόχοιρος, αγριογούρουνο, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, σῦς κάπριος, στο ίδ.
II. ως επίθ. κάπριος, -ον, αυτός που μοιάζει με αγριόχοιρο, σε Ηρόδ.