πισσήρης: Difference between revisions
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῆρες, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[πισσήεις]]<br /><b>2.</b> [[πισσοκώνητος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[πισσήρης]]<br />(ενν. [[κηρωτή]]) [[έμπλαστρο]] με [[πίσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίσσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] (Ι) (<span style="color: red;"><</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]]») με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>ξιφ</i>-[[ήρης]])]. | |mltxt=-ῆρες, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[πισσήεις]]<br /><b>2.</b> [[πισσοκώνητος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[πισσήρης]]<br />(ενν. [[κηρωτή]]) [[έμπλαστρο]] με [[πίσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίσσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] (Ι) (<span style="color: red;"><</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]]») με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>ξιφ</i>-[[ήρης]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πισσήρης:''' -ες (*ἄρω), = [[πισσήεις]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 30 December 2018
English (LSJ)
ες, = foreg.,
A κηκίς A.Ch.268. 2 = πισσοκώνητος, Orac. ap. Ath.12.524b.
German (Pape)
[Seite 619] ες, = πισσήεις, Aesch. Ch. 266; Ath. XII, 524 b.
Greek (Liddell-Scott)
πισσήρης: -ες, = πισσήεις, Αἰσχύλ. Χο. 268. 2) = πισσοκώνητος, Χρησμ. παρ’ Ἀθην. 524Α. ΙΙ. ἡ π. (ἐξυπ. κηρωτή), ἔμπλαστρον μὲ πίσσαν, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 766, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui a l’aspect de la poix.
Étymologie: πίσσα, ἄρω.
Greek Monolingual
-ῆρες, Α
(ποιητ. τ.)
1. πισσήεις
2. πισσοκώνητος
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πισσήρης
(ενν. κηρωτή) έμπλαστρο με πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ήρης (Ι) (< ἀραρίσκω «συνδέω») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ξιφ-ήρης)].
Greek Monotonic
πισσήρης: -ες (*ἄρω), = πισσήεις, σε Αισχύλ.