δουλοπρεπής: Difference between revisions
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές και δουλόπρεπος, -η, -ο (AM [[δουλοπρεπής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που ταιριάζει σε δούλο, [[ευτελής]], [[ταπεινός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δουλόφρονας]]. | |mltxt=-ές και δουλόπρεπος, -η, -ο (AM [[δουλοπρεπής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που ταιριάζει σε δούλο, [[ευτελής]], [[ταπεινός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δουλόφρονας]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δουλοπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), αυτός που ταιριάζει σε δούλο, [[δουλικός]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A befitting a slave, servile, πόνος Hdt.1.126; opp. ἐλευθέριος, X.Mem. 2.8.4 (Comp.), cf. Pl.Grg.485b,518a, etc.: Sup., Phld.Herc.1457.3. Adv. -πῶς, φθαρῆναι D.C.61.15, cf. Gal.17(2).146: Sup. -έστατα Cratin.403.
German (Pape)
[Seite 662] ές, einem Sklaven geziemend; πόνος Her. 1, 126; von knechtischer, niedriger Gesinnung, gemeinem Betragen; Plat. Gorg. 485 b; dem ἐλευθέριος entgegengesetzt, Xen. Mem. 2, 8, 4; καὶ κολακευτικός Luc. Necyom. 14. – Adv., δο υλοπρεπῶς, Dio Cass. 51, 15 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
δουλοπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς δοῦλον, ὅμοιος δούλῳ, δουλικός, πόνος Ἡρόδ. 1. 126· ἀντίθ. ἐλευθέριος, ὡς τὸ Λατ. servilis πρὸς τὸ liberalis, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 4, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 485Β, 518Α. - Ἐπίρρ. -πῶς, Δίων Κ. 61. 15· ὑπερθ. -έστατα, Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 104.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui convient à des esclaves ; fig. servile, bas.
Étymologie: δοῦλος, πρέπω.
Spanish (DGE)
-ές
1 servil πόνος Hdt.1.126, de ciertos oficios, Pl.Grg.518a, βίος Arist.VV 1251b13, δουλοπρεπὲς τὸ φαινόμενον aspecto servil Arist.Phgn.813a1, γένος Ph.1.499, κολακεία Ph.2.52, ἐκ δουλοπρεποῦς ἐπιτηδεύσεως D.C.52.8.5, cf. Luc.Nec.14, μικρὰ καὶ δουλοπρεπῆ φρονοῦντας Longin.9.3, φόβος Chrys.Sac.3.9.22, ῥήματα Cyr.Al.M.75.120A, op. ἐλευθεροπρεπής Pl.Alc.1.135c, op. ἐλευθέριος X.Mem.2.8.4, Pl.Grg.485b, cf. Phld.Vit.3B.
•neutr. plu. como adv. δουλοπρεπέστατα de la manera más servil posible Cratin.440
•subst. τὸ δ. el servilismo, la esclavitud Luc.Merc.Cond.22
•ὁ δ. el siervo Isid.Pel.Ep.M.78.508D.
2 adv. -ῶς de manera servil κολακεύοντες Gal.17(2).146, φθαρῆναι D.C.61.15.3, cf. Gr.Nyss.V.Mos.144.21, Pall.V.Chrys.20.416
•al modo de un esclavo, como haría un esclavo μὴ κατὰ γωνίαν θρυλείτω δ. Basil.Ep.51.2, cf. Epiph.Const.Hom.M.43.464A.
Greek Monolingual
-ές και δουλόπρεπος, -η, -ο (AM δουλοπρεπής, -ές)
1. αυτός που ταιριάζει σε δούλο, ευτελής, ταπεινός
2. (για πρόσ.) δουλόφρονας.
Greek Monotonic
δουλοπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που ταιριάζει σε δούλο, δουλικός, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.