ὀλόλυγμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλόλυγμα]], τὸ (Α) [[ολολύζω]]<br />δυνατή [[κραυγή]], [[ιδίως]] χαράς.
|mltxt=[[ὀλόλυγμα]], τὸ (Α) [[ολολύζω]]<br />δυνατή [[κραυγή]], [[ιδίως]] χαράς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλόλυγμα:''' τό ([[ὀλολύζω]]), δυνατή [[φωνή]], [[κραυγή]], [[κυρίως]] από [[χαρά]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλόλῡγμα Medium diacritics: ὀλόλυγμα Low diacritics: ολόλυγμα Capitals: ΟΛΟΛΥΓΜΑ
Transliteration A: olólygma Transliteration B: ololygma Transliteration C: ololygma Beta Code: o)lo/lugma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A loud cry, mostly of joy, E.Heracl.782 (lyr.) ; Κυβέλης in honour of C., AP6.173 (Rhian.).

German (Pape)

[Seite 325] τό, lautes Geschrei, im plur., Eur. Heracl. 782.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλόλυγμα: τό, ἰσχυρὰ κραυγή, τὸ πλεῖστον χαρᾶς, Εὐρ. Ἡρακλ. 782· Κυβέλης, εἰς τιμὴν τῆς Κυβ., Ἀνθ. Π. 6. 173· πρβλ. ὀλολυγή.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. ὀλολυγή.

Greek Monolingual

ὀλόλυγμα, τὸ (Α) ολολύζω
δυνατή κραυγή, ιδίως χαράς.

Greek Monotonic

ὀλόλυγμα: τό (ὀλολύζω), δυνατή φωνή, κραυγή, κυρίως από χαρά, σε Ευρ.