τύρσις: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive

Source
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τύρρις]], -εως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πύργος]]<br /><b>2.</b> [[πύργος]] τείχους, [[προμαχώνας]]<br /><b>3.</b> περιτειχισμένη [[πόλη]] ή οχυρωμένη [[οικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ., πιθανότατα ινδοευρωπαϊκής προέλευσης. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>dhergh</i>- / <i>dhŗgh</i>- «[[κλειστός]], [[συμπαγής]]» και συνδέεται με το ιλλυρικό [[τοπωνύμιο]] -<i>dorgis</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Βου</i>-<i>δοργίς</i>) και το περσ. [[τοπωνύμιο]] <i>Τύρρα</i> / <i>τύρσα</i> (από όπου τα εθνικά <i>Τυρσηνοί</i> και <i>Tusci</i>, <b>πρβλ.</b> <i>Ετρούσκοι</i>). Παράλληλα με το ελλ. [[τύρσις]] / [[τύρρις]] μαρτυρείται το λατ. <i>turris</i> «[[πύργος]]» (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>tour</i>), το οποίο από τη Λατινική δανείστηκε και η Γερμανική (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>Turm</i>)].
|mltxt=και [[τύρρις]], -εως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πύργος]]<br /><b>2.</b> [[πύργος]] τείχους, [[προμαχώνας]]<br /><b>3.</b> περιτειχισμένη [[πόλη]] ή οχυρωμένη [[οικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ., πιθανότατα ινδοευρωπαϊκής προέλευσης. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>dhergh</i>- / <i>dhŗgh</i>- «[[κλειστός]], [[συμπαγής]]» και συνδέεται με το ιλλυρικό [[τοπωνύμιο]] -<i>dorgis</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Βου</i>-<i>δοργίς</i>) και το περσ. [[τοπωνύμιο]] <i>Τύρρα</i> / <i>τύρσα</i> (από όπου τα εθνικά <i>Τυρσηνοί</i> και <i>Tusci</i>, <b>πρβλ.</b> <i>Ετρούσκοι</i>). Παράλληλα με το ελλ. [[τύρσις]] / [[τύρρις]] μαρτυρείται το λατ. <i>turris</i> «[[πύργος]]» (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>tour</i>), το οποίο από τη Λατινική δανείστηκε και η Γερμανική (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>Turm</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τύρσις:''' ἡ, γεν. <i>τύρσιος</i>, αιτ. <i>τύρσιν</i>· [[αλλά]] ονομ. και αιτ. πληθ. <i>τύρσεις</i>, γεν. <i>τυρσέων</i>, δοτ. <i>τύρσεσι</i>· [[πύργος]], Λατ. [[turris]], σε Πίνδ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύρσις Medium diacritics: τύρσις Low diacritics: τύρσις Capitals: ΤΥΡΣΙΣ
Transliteration A: týrsis Transliteration B: tyrsis Transliteration C: tyrsis Beta Code: tu/rsis

English (LSJ)

ἡ, gen. ιος Hp.Art.43, X.An.7.8.12; ιδος IG12(7).115.4 (Amorgos, ii/i B. C.); acc.

   A τύρσιν Pi.O.2.70, Hp.l.c., X.An.7.8.13: nom. and acc. pl. τύρσεις, gen. εων, dat. εσι, ib.4.4.2, HG4.7.6, Cyr.7.5.10; acc. pl. τύρσιας Lyc.834, Maiist.2:—also τύρρις, Hsch. (whence Lat. turris is borrowed):—tower, Pi. l.c., Hp. l. c. (cf. Gal.18(1).518); esp. tower on a wall, bastion, X. ll. cc.; opp. προμαχών, J.BJ5.4.3 sq.; also, walled city or fortified house, Nic.Al.2; = villa rustica, πύργος, IGl.c.

Greek (Liddell-Scott)

τύρσις: ἡ, γεν. -ιος, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 808, Ξεν. Ἀν. 7. 8, 12· αἰτ. τύρσιν Πίνδ., Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν.· ἀλλ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. τύρσεις, γεν. έων, δοτ. εσι Ξεν. Ἀν. 4. 4, 2, Ἑλλ. 4. 7, 6, Κύρ. 7. 5, 10· αἰτιατ. πληθ. τύρσιας Λυκόφρ. 834· ― μεταγεν. τύρρις, ὡς τὸ Λατ. turris. Πύργος, Πινδ. Ο. 2. 127, Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μάλιστα ὁ ἐπὶ τοῦ τείχους πύργος, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ. ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προμαχών. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 4. 2 κἑξ.· ― ὡσαύτως, τετειχισμένη πόλις, ὠχυρωμένη οἰκία, κλπ., Νικ. Ἀλεξιφ. 2. ― Καθ’ Ἡσύχιον: «τύρρις· πύργος, ἔπαλξις, προμαχὼν».

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
tour, ouvrage de fortification.
Étymologie: mot étrusque ; cf. lat. turris.

English (Slater)

τύρσις
   1 tower ἔτειλαν Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν· ἔνθα μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν (O. 2.70)

Greek Monolingual

και τύρρις, -εως, ἡ, Α
1. πύργος
2. πύργος τείχους, προμαχώνας
3. περιτειχισμένη πόλη ή οχυρωμένη οικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., πιθανότατα ινδοευρωπαϊκής προέλευσης. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα dhergh- / dhŗgh- «κλειστός, συμπαγής» και συνδέεται με το ιλλυρικό τοπωνύμιο -dorgis (πρβλ. Βου-δοργίς) και το περσ. τοπωνύμιο Τύρρα / τύρσα (από όπου τα εθνικά Τυρσηνοί και Tusci, πρβλ. Ετρούσκοι). Παράλληλα με το ελλ. τύρσις / τύρρις μαρτυρείται το λατ. turris «πύργος» (πρβλ. γαλλ. tour), το οποίο από τη Λατινική δανείστηκε και η Γερμανική (πρβλ. γερμ. Turm)].

Greek Monotonic

τύρσις: ἡ, γεν. τύρσιος, αιτ. τύρσιν· αλλά ονομ. και αιτ. πληθ. τύρσεις, γεν. τυρσέων, δοτ. τύρσεσι· πύργος, Λατ. turris, σε Πίνδ., Ξεν.