προδιασύρω: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[διασύρω]]<br />[[γελοιοποιώ]], [[εξευτελίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[προηγουμένως]].
|mltxt=Α [[διασύρω]]<br />[[γελοιοποιώ]], [[εξευτελίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[προηγουμένως]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προδιασύρω:''' [ῡ], μέλ. <i>-σῠρῶ</i>, [[διασύρω]] ή [[εμπαίζω]] εκ των προτέρων, σε Θουκ. — Παθ., έχει σχηματιστεί αρνητική [[γνώμη]] [[εναντίον]] μου, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 20:10, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιασύρω Medium diacritics: προδιασύρω Low diacritics: προδιασύρω Capitals: ΠΡΟΔΙΑΣΥΡΩ
Transliteration A: prodiasýrō Transliteration B: prodiasyrō Transliteration C: prodiasyro Beta Code: prodiasu/rw

English (LSJ)

[ῡ],

   A pull to pieces, ridicule beforehand, Arist.Rh. 1418b9, Rh.Al.1433b9.

German (Pape)

[Seite 715] vorher durchziehen; Arist. rhet. Al. 19, 13; Schol. Ar. Plut. 39. Nach Hesych. auch = den Vertrag übertreten.

Greek (Liddell-Scott)

προδιασύρω: [ῡ], διασύρω, ἐμπαίζω πρότερον, Ἀριστ. Ῥητ. 3. 17, 14 Ρητ. Ἀλ. 19. 13.

French (Bailly abrégé)

déchirer ou décrier le premier.
Étymologie: πρό, διασύρω.

Greek Monolingual

Α διασύρω
γελοιοποιώ, εξευτελίζω κάποιον ή κάτι προηγουμένως.

Greek Monotonic

προδιασύρω: [ῡ], μέλ. -σῠρῶ, διασύρω ή εμπαίζω εκ των προτέρων, σε Θουκ. — Παθ., έχει σχηματιστεί αρνητική γνώμη εναντίον μου, σε Αριστ.