ἐκκλησιαστής: Difference between revisions
From LSJ
(10) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἐκκλησιαστής]])<br />[[τίτλος]] βιβλίου της ΠΔ πού θεωρείται [[έργο]] του Σολομώντος<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέλος]] της εκκλησίας του δήμου. | |mltxt=ο (AM [[ἐκκλησιαστής]])<br />[[τίτλος]] βιβλίου της ΠΔ πού θεωρείται [[έργο]] του Σολομώντος<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέλος]] της εκκλησίας του δήμου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκκλησιαστής:''' -οῦ, ὁ, [[μέλος]] της <i>ἐκκλησίας</i>, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A member of the ἐκκλησία, Pl.Grg. 452e, Ap.25a, Arist.Pol.1275a26, Rh.1354b7.
German (Pape)
[Seite 763] ὁ, der einer Volksversammlung beiwohnt, Plat. Apol. 25 a u. A.; der Redner in der Volksversammlung, Arist. rhet. 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκλησιαστής: -οῦ, ὁ, μέλος τῆς ἐκκλησίας, Πλάτ. Γοργ. 452Ε, Ἀπολ. 25Α, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 membre de l’assemblée du peuple;
2 orateur dans l’assemblée du peuple.
Étymologie: ἐκκλησία.
Greek Monolingual
ο (AM ἐκκλησιαστής)
τίτλος βιβλίου της ΠΔ πού θεωρείται έργο του Σολομώντος
αρχ.
μέλος της εκκλησίας του δήμου.
Greek Monotonic
ἐκκλησιαστής: -οῦ, ὁ, μέλος της ἐκκλησίας, σε Πλάτ.