λαχνήεις: Difference between revisions
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
(22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαχνήεις]], συνηρ. τ. λαχνῆς, δωρ. τ. λαχνάεις, -εσσα, -εν (Α) [[λάχνη]]<br /><b>1.</b> [[τριχωτός]], [[δασύτριχος]], [[μαλλιαρός]] («ἀμφὶ συὸς κεφαλῇ καὶ δέρματι λαχνήεντι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χνουδωτός]], [[απαλός]]. | |mltxt=[[λαχνήεις]], συνηρ. τ. λαχνῆς, δωρ. τ. λαχνάεις, -εσσα, -εν (Α) [[λάχνη]]<br /><b>1.</b> [[τριχωτός]], [[δασύτριχος]], [[μαλλιαρός]] («ἀμφὶ συὸς κεφαλῇ καὶ δέρματι λαχνήεντι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χνουδωτός]], [[απαλός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λαχνήεις:''' Δωρ. λαχνάεις, -εσσα, -εν, [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. λαχν-άεις, εσσα, εν, contr. λαχν-ῆς Hdn.Gr.2.618:—
A woolly, hairy, shaggy, Φῆρες Il.2.743; στήθεα 18.415; στέρνα Pi.P.1.19; συὸς δέρμα Il.9.548; λ. ὄροφος downy, soft thatch, 24.451.
German (Pape)
[Seite 20] εσσα, εν, zsgzgn λαχνῆς, bei Arcad. 24, 21, = λαχναῖος, haarig, rauch, στήθεα λαχνήεντα, die sonst λάσια heißen, Il. 18, 415; Pind. λαχνάεντα στέρνα, P. 1, 19; Φῆρες Il. 2, 743, δέρμα 9, 548, wie sp. D., κάρη Ap. Rh. 1, 1312; von den Löwen, Opp. Cyn. 3, 37; – ὄροφος, von wolligem Rohr oder Schilfe, Il. 24, 451.
Greek (Liddell-Scott)
λαχνήεις: Δωρ. -άεις, εσσα, εν, πλήρης ἐρίων, τριχωτός, «μαλλιαρός», Φῆρες Ἰλ. Β. 743· στήθεα Σ. 415· στέρνα Πινδ. Π. 1. 34· δέρμα συὸς Ἰλ. Ι. 548· λαχνήεντ’ ὄροφον, «τὸν δασύν. λέγει δὲ τὴν ἀπὸ τῆς καλάμης ὕλην, καὶ τῆς τούτων κόμης, ὄροφος γὰρ εἶδος καλάμου πρὸς ὀροφὴν ἐπιτηδείου» (Σχόλ.), Ω. 451.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
couvert de poil ou de duvet, chevelu.
Étymologie: λάχνη.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
λαχνήεις, συνηρ. τ. λαχνῆς, δωρ. τ. λαχνάεις, -εσσα, -εν (Α) λάχνη
1. τριχωτός, δασύτριχος, μαλλιαρός («ἀμφὶ συὸς κεφαλῇ καὶ δέρματι λαχνήεντι», Ομ. Ιλ.)
2. χνουδωτός, απαλός.
Greek Monotonic
λαχνήεις: Δωρ. λαχνάεις, -εσσα, -εν, τριχωτός, μαλλιαρός, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.