παρεγγύη: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
(31)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. παρεγγύα, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[εντολή]], [[διαταγή]] («ταχὺ ἀκούων τὴν παρεγγύην, ἐλαύνει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[έφοδος]]<br /><b>3.</b> [[εγγύηση]] που κατέβαλλε ο συμβαλλόμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγγύη]] (<b>βλ.</b> και λ. [[εγγύη]])].
|mltxt=και δωρ. τ. παρεγγύα, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[εντολή]], [[διαταγή]] («ταχὺ ἀκούων τὴν παρεγγύην, ἐλαύνει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[έφοδος]]<br /><b>3.</b> [[εγγύηση]] που κατέβαλλε ο συμβαλλόμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγγύη]] (<b>βλ.</b> και λ. [[εγγύη]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρεγγύη:''' ἡ, [[διαταγή]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεγγῠη Medium diacritics: παρεγγύη Low diacritics: παρεγγύη Capitals: ΠΑΡΕΓΓΥΗ
Transliteration A: parengýē Transliteration B: parengyē Transliteration C: pareggyi Beta Code: pareggu/h

English (LSJ)

ἡ,

   A command, X.An.6.5.13.    2 = allegatio, insinuatio, Gloss.    II Dor. παρεγγύα, deposit paid by a contractor, IG42(1).109 ii 152 (Epid., iii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

παρεγγύη: ἡ, διαταγή, Ξενοφ. Ἀν. 6. 5, 13· ― περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 302.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. παρεγγύα, ἡ, Α
1. εντολή, διαταγή («ταχὺ ἀκούων τὴν παρεγγύην, ἐλαύνει», Ξεν.)
2. έφοδος
3. εγγύηση που κατέβαλλε ο συμβαλλόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγγύη (βλ. και λ. εγγύη)].

Greek Monotonic

παρεγγύη: ἡ, διαταγή, σε Ξεν.