καταλοχίζω: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταλοχίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κατανέμω]], [[κατατάσσω]] σε λόχους<br /><b>2.</b> [[κατανέμω]] σε τάξεις, σε ομάδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λοχίζω]] «[[κατατάσσω]] σε λόχους» (<span style="color: red;"><</span> [[λόχος]])]. | |mltxt=[[καταλοχίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κατανέμω]], [[κατατάσσω]] σε λόχους<br /><b>2.</b> [[κατανέμω]] σε τάξεις, σε ομάδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λοχίζω]] «[[κατατάσσω]] σε λόχους» (<span style="color: red;"><</span> [[λόχος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταλοχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διανέμω]], [[κατανέμω]] σε <i>λόχους</i>, και γενικά [[διανέμω]], [[μοιράζω]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
A form into λόχοι, τὴν φάλαγγα Ascl.Tact.2.1. 2 distribute into λόχοι, Ael.Tact.2.4, Arr.Tact.5.2: generally, distribute, εἰς τάξεις D.S.18.70; εἰς ἀγέλας Plu.Lyc.16; εἰς τοὺς ὁπλίτας Id.Sull.18; εἰς τοὺς . . . ποιητάς Lib.Ep.36.1 (-ελόχησας codd.):—Pass., Plu.Cic. 15.
German (Pape)
[Seite 1361] (in Lochen) vertheilen, Sp.; εἰς τάξεις κατελόχισαν D. Sic. 18, 70; εἰς ἀγέλας Plut. Lyc. 16; εἰς ὁπλίτας, einrangiren, Sull. 18.
Greek (Liddell-Scott)
καταλοχίζω: διανέμω εἰς λόχους, τὸ πλῆθος τοῦ στρατοῦ, Πολυδ. Α´, 173, καὶ καθόλου, διανέμω εἰς τάξεις Διόδ. 18. 70· εἰς ἀγέλας Πλουτ. Λυκοῦργ. 16· εἰς ὁπλίτας ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 18.
French (Bailly abrégé)
partager en cohortes (v. λόχος) : εἰς τοὺς ὁπλίτας PLUT répartir parmi les hoplites.
Étymologie: κατά, λοχίζω.
Greek Monolingual
καταλοχίζω (Α)
1. κατανέμω, κατατάσσω σε λόχους
2. κατανέμω σε τάξεις, σε ομάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λοχίζω «κατατάσσω σε λόχους» (< λόχος)].
Greek Monotonic
καταλοχίζω: μέλ. -σω, διανέμω, κατανέμω σε λόχους, και γενικά διανέμω, μοιράζω, σε Πλούτ.