τιμαλφής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που αξίζει πολύ, [[πολύτιμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[τιμαλφή]]<br />κοσμήματα, πολύτιμα λίθοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλφάνω]] «[[φέρω]], [[βρίσκω]], [[αποκτώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>αλφής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που αξίζει πολύ, [[πολύτιμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[τιμαλφή]]<br />κοσμήματα, πολύτιμα λίθοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλφάνω]] «[[φέρω]], [[βρίσκω]], [[αποκτώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>αλφής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῐμαλφής:''' -ές ([[τιμή]], ἀλφεῖν), αυτός που αποφέρει [[τιμή]], [[τίμιος]], [[πολύτιμος]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 20:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμαλφής Medium diacritics: τιμαλφής Low diacritics: τιμαλφής Capitals: ΤΙΜΑΛΦΗΣ
Transliteration A: timalphḗs Transliteration B: timalphēs Transliteration C: timalfis Beta Code: timalfh/s

English (LSJ)

ές, (τιμή, ἀλφεῖν)

   A fetching a prize, costly, precious, A.Fr.56, Ion Trag.43; -έστατον κτῆμα Pl.Ti.59b; πρᾶγμα χρυσοῦ -έστερον Nicostr. ap. Stob.4.23.62, cf. Ph. 1.157; πάντα μου τὰ -έστατα κτήματα Gal.14.66.

German (Pape)

[Seite 1114] ές, was einen Preis oder Werth findet, übh. geschätzt, geehrt, werthvoll; Aesch. frg. 47; τιμαλφέστατον κτῆμα, Plat. Tim. 59 b; φόρτος, Luc. epigr. 17 (XI, 432), u. öfter bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τιμαλφής: -ές, (τιμή, ἀλφεῖν) ὁ τιμὴν ἀποφέρων, τίμιος, πολυτελής, πολύτιμος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 53· τιμαλφέστατον κτῆμα Πλάτ. Τίμ. 59Β· πρᾶγμα χρυσοῦ τιμαλφέστερον Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 445. 41. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τιμαλφής· ἔντιμος, τιμὴν ἀλφαίνουσα, διὰ τιμῆς ἀγομένη· Ἴων (Ἀποσπ. 43) Φοίνικι δευτέρῳ».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui trouve son prix, qui parvient à se vendre son prix ; coûteux, précieux, cher;
Sp. τιμαλφέστατος.
Étymologie: τιμή, ἀλφάνω.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που αξίζει πολύ, πολύτιμος
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τιμαλφή
κοσμήματα, πολύτιμα λίθοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -αλφής (< ἀλφάνω «φέρω, βρίσκω, αποκτώ»), πρβλ. πολυ-αλφής].

Greek Monotonic

τῐμαλφής: -ές (τιμή, ἀλφεῖν), αυτός που αποφέρει τιμή, τίμιος, πολύτιμος, σε Πλάτ.