ὀρθίασμα: Difference between revisions
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρθίασμα]], τὸ (Α) [[ορθιάζω]]<br /><b>1.</b> [[υψηλός]] [[τόνος]] φωνής, [[ομιλία]] με δυνατή [[φωνή]], [[κραυγή]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ὀρθιάσματα</i><br />διαταγές που δίνονται μεγαλοφώνως. | |mltxt=[[ὀρθίασμα]], τὸ (Α) [[ορθιάζω]]<br /><b>1.</b> [[υψηλός]] [[τόνος]] φωνής, [[ομιλία]] με δυνατή [[φωνή]], [[κραυγή]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ὀρθιάσματα</i><br />διαταγές που δίνονται μεγαλοφώνως. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρθίασμα:''' -ατος, τό, [[υψηλός]] [[τόνος]] φωνής· στον πληθ., υψηλοί προστακτικοί τόνοι, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A a high pitch of voice: in pl., loud commanding tones, Ar.Ach.1042.
German (Pape)
[Seite 373] τό, die laut erhobene Stimme, der Ruf, Schrei, Ar. Ach. 1006.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθίασμα: τό, ὑψηλός τόνος φωνῆς· ἐν τῷ πληθυντ., διαταγαὶ μεγαλοφώνως διδόμεναι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1042.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
parole ou appel d’une voix criarde, cri aigu.
Étymologie: ὀρθιάζω.
Greek Monolingual
ὀρθίασμα, τὸ (Α) ορθιάζω
1. υψηλός τόνος φωνής, ομιλία με δυνατή φωνή, κραυγή
2. στον πληθ. τὰ ὀρθιάσματα
διαταγές που δίνονται μεγαλοφώνως.
Greek Monotonic
ὀρθίασμα: -ατος, τό, υψηλός τόνος φωνής· στον πληθ., υψηλοί προστακτικοί τόνοι, σε Αριστοφ.