ἐνακόσιοι: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνακόσιοι]] και [[ἐννακόσιοι]], -αι, -α, ιων. τ. [[εἰνακόσιοι]] (Α)<br />(απόλ. αριθμ.) αυτοί που αποτελούν [[ποσότητα]] [[εννιά]] εκατοντάδων, [[εννιακόσιοι]]. | |mltxt=[[ἐνακόσιοι]] και [[ἐννακόσιοι]], -αι, -α, ιων. τ. [[εἰνακόσιοι]] (Α)<br />(απόλ. αριθμ.) αυτοί που αποτελούν [[ποσότητα]] [[εννιά]] εκατοντάδων, [[εννιακόσιοι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνᾰκόσιοι:''' Ιων. [[εἰν]]-, -αι, -α ([[ἐννέα]], ἕκατον), [[εννιακόσιοι]], σε Ηρόδ., Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
αι, α,
A nine hundred, Th.5.12, SIG495.88(Olbia, iii B.C.), IG5(1).1146.10 (Gytheion, i B.C.), ib.11(2).165.53(Delos, iii B.C.); Ion. εἰνακόσιοι Hdt.2.13, 145.
German (Pape)
[Seite 826] bessere Form als ἐννακόσιοι, neunhundert, Poppo Thuc. 1, 46.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰκόσιοι: -αι, -α, Θουκ. 1. 46˙ οὐχὶ ἐννακόσιοι διὰ δύο ν, ἴδε ἐπιγρ. Ὀλβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2058A. 88˙ πρβλ. ἐνάκις καὶ τὸν Ἰων. τύπον εἰνακόσιοι, Ἡρόδ. 2. 13, 145.
French (Bailly abrégé)
mieux que ἐννακόσιοι;
αι, α;
neuf cents.
Étymologie: ἐννέα.
Spanish (DGE)
-αι, -α
• Alolema(s): jón. εἰνακόσιοι Hdt.2.13, 145; ciren. ἠνακάτιοι SEG 9.2.59 (Cirene IV a.C.); ἐννακ- LXX Ge.5.5, Str.15.2.1, D.S.17.17, Philostr.VA 5.1, PMich.643.30 (IV d.C.); ἐννεακ- Chrys.M.54.615
• Morfología: [lacon. gen. fem. ἐνακοσιᾶν IG 5(1).1146.10 (Gitio I a.C.)]
novecientos ἔτεα Hdt.ll.cc., ὁπλῖται Th.5.12, χρυσοί IPE 12.32.88 (Olbia III/II a.C.), τάλαντα Plb.25.2.10, cf. SEG l.c., OCair.GPW 1.4 (II a.C.), D.S.l.c., Philostr.l.c., PSakaon 22.4 (IV d.C.), en combinación c. otros núm. τρισχίλιαι ἐνακόσιαι εἴκοσι (μναῖ) D.34.25, cf. Is.11.43, IG 11(2).165.53 (Delos III a.C.), LXX l.c., τᾶν τρισχιλιᾶν καὶ ἐνακοσιᾶν ἑξήκοντα πέντε δραχμᾶν IG l.c., (σταδίοι) Str.l.c., cf. Plu.2.733a, PMich.l.c.
Greek Monolingual
ἐνακόσιοι και ἐννακόσιοι, -αι, -α, ιων. τ. εἰνακόσιοι (Α)
(απόλ. αριθμ.) αυτοί που αποτελούν ποσότητα εννιά εκατοντάδων, εννιακόσιοι.
Greek Monotonic
ἐνᾰκόσιοι: Ιων. εἰν-, -αι, -α (ἐννέα, ἕκατον), εννιακόσιοι, σε Ηρόδ., Θουκ.