συνεπικουφίζω: Difference between revisions
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
(39) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ελαφρύνω]] από κοινού ή ταυτόχρονα [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[συντελώ]] στην [[ανακούφιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπικουφίζω]] «[[ελαφρύνω]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ελαφρύνω]] από κοινού ή ταυτόχρονα [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[συντελώ]] στην [[ανακούφιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπικουφίζω]] «[[ελαφρύνω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνεπικουφίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ελαφρύνω]] κάποιον ή [[κάτι]] συγχρόνως, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμβάλλω]] στην [[ανακούφιση]], [[ανακουφίζω]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A lighten at the same time, Plu.Cam.25, Gal.19.245. II help in relieving, Ph.2.364; raise aloft, metaph., τοῖς φρονήμασιν Plu.Eum.9.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπικουφίζω: ἐπικουφίζω, ἐλαφρύνω συγχρόνως, Πλουτ. Κάμιλλ. 25. ΙΙ. βοηθῶ εἰς ἀνακούφισιν, Φίλων 2. 364, Πλουτ. Εὐμέν. 9.
French (Bailly abrégé)
1 alléger en même temps;
2 aider à alléger.
Étymologie: σύν, ἐπικουφίζω.
Greek Monolingual
Α
1. ελαφρύνω από κοινού ή ταυτόχρονα κάτι
2. συντελώ στην ανακούφιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικουφίζω «ελαφρύνω»].
Greek Monolingual
Α
1. ελαφρύνω από κοινού ή ταυτόχρονα κάτι
2. συντελώ στην ανακούφιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικουφίζω «ελαφρύνω»].
Greek Monotonic
συνεπικουφίζω: μέλ. -σω,
I. ελαφρύνω κάποιον ή κάτι συγχρόνως, σε Πλούτ.
II. συμβάλλω στην ανακούφιση, ανακουφίζω, στον ίδ.