καλαμώδης: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(18)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[καλαμώδης]], -ες)<br />(για τόπους) [[κατάφυτος]] με καλάμια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με [[καλάμι]], [[καλαμοειδής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καλαμώδη φυτά» — τα φυτά που έχουν ξυλώδη και με γόνατα (κόμπους) βλαστό, ο [[οποίος]] μοιάζει με [[στέλεχος]] του καλαμιού, όπως τα [[σιτηρά]] κ.ά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θυελλ</i>-<i>ώδης</i>, <i>κυματ</i>-<i>ώδης</i>)].
|mltxt=-ες (AM [[καλαμώδης]], -ες)<br />(για τόπους) [[κατάφυτος]] με καλάμια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με [[καλάμι]], [[καλαμοειδής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καλαμώδη φυτά» — τα φυτά που έχουν ξυλώδη και με γόνατα (κόμπους) βλαστό, ο [[οποίος]] μοιάζει με [[στέλεχος]] του καλαμιού, όπως τα [[σιτηρά]] κ.ά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θυελλ</i>-<i>ώδης</i>, <i>κυματ</i>-<i>ώδης</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰλᾰμώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με [[καλάμι]], [[γεμάτος]] καλάμια, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμώδης Medium diacritics: καλαμώδης Low diacritics: καλαμώδης Capitals: ΚΑΛΑΜΩΔΗΣ
Transliteration A: kalamṓdēs Transliteration B: kalamōdēs Transliteration C: kalamodis Beta Code: kalamw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A rushy, full of reeds, τὰ κ. Arist.HA550b7, 568a21; κ. λίμνη AP7.365 (Zonas); κ. τόπος D.C.63.28; of a reedy character, Thphr.HP1.6.7, al.

German (Pape)

[Seite 1307] ες, mit Rohr bewachsen; τὰ λιμνῶν καλαμώδη Arist. H. A. 6, 14; λίμνη Zon. 7 (VII, 365). Vgl. καλαμαδίας.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
plein de roseaux.
Étymologie: κάλαμος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (AM καλαμώδης, -ες)
(για τόπους) κατάφυτος με καλάμια
νεοελλ.
1. όμοιος με καλάμι, καλαμοειδής
2. φρ. «καλαμώδη φυτά» — τα φυτά που έχουν ξυλώδη και με γόνατα (κόμπους) βλαστό, ο οποίος μοιάζει με στέλεχος του καλαμιού, όπως τα σιτηρά κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -ώδης (πρβλ. θυελλ-ώδης, κυματ-ώδης)].

Greek Monotonic

κᾰλᾰμώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με καλάμι, γεμάτος καλάμια, σε Ανθ.