χρυσόρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(47c)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ, και [[χρυσόρυτος]] και χρυσεόρ(ρ)υτος Α<br />αυτός που παρασύρει με το [[ρεύμα]] του χρυσό («χρυσορρήτῳ Πακτωλῷ», Μιχ. Ακομ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- / <i>χρυσεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥυτός]] «[[ρευστός]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀργυρό</i>-<i>ρρυτος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ, και [[χρυσόρυτος]] και χρυσεόρ(ρ)υτος Α<br />αυτός που παρασύρει με το [[ρεύμα]] του χρυσό («χρυσορρήτῳ Πακτωλῷ», Μιχ. Ακομ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- / <i>χρυσεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥυτός]] «[[ρευστός]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀργυρό</i>-<i>ρρυτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσόρρῠτος:''' -ον, αυτός που έχει χρυσά ρεύματα, σε Αισχύλ.· ποιητ. χρῡσόρῠτος, <i>-ον</i>, <i>γοναὶ χρυσόρρυτοι</i>, λέγεται για τον Περσέα, τον γιο της Δανάης, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόρρῠτος Medium diacritics: χρυσόρρυτος Low diacritics: χρυσόρρυτος Capitals: ΧΡΥΣΟΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: chrysórrytos Transliteration B: chrysorrytos Transliteration C: chrysorrytos Beta Code: xruso/rrutos

English (LSJ)

ον,

   A gold-streaming, A.Pr.805; νάματα Supp.Epigr.4.467.2 (Didyma, iii A. D.); cf. χρυσόρυτος.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόρρυτος: -ον, ὁ χρυσᾶ ῥεύματα ἔχων, Αἰσχύλ. Πρ. 805· πρβλ. χρυσόρυτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui roule de l’or dans ses flots.
Étymologie: χρυσός, ῥέω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και χρυσόρυτος και χρυσεόρ(ρ)υτος Α
αυτός που παρασύρει με το ρεύμα του χρυσό («χρυσορρήτῳ Πακτωλῷ», Μιχ. Ακομ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -ρρυτος (< ῥυτός «ρευστός»), πρβλ. ἀργυρό-ρρυτος].

Greek Monotonic

χρῡσόρρῠτος: -ον, αυτός που έχει χρυσά ρεύματα, σε Αισχύλ.· ποιητ. χρῡσόρῠτος, -ον, γοναὶ χρυσόρρυτοι, λέγεται για τον Περσέα, τον γιο της Δανάης, σε Σοφ.