παντουργός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να επιτελέσει [[κάθε]] [[έργο]], [[πανούργος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δημιουργεί τα [[πάντα]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[παντουργός]]<br />ο [[δημιουργός]], ο Θεός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργο]])].
|mltxt=-όν, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να επιτελέσει [[κάθε]] [[έργο]], [[πανούργος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δημιουργεί τα [[πάντα]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[παντουργός]]<br />ο [[δημιουργός]], ο Θεός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργο]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παντουργός:''' -ον, = <i>παν-οῦργος</i>, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντουργός Medium diacritics: παντουργός Low diacritics: παντουργός Capitals: ΠΑΝΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: pantourgós Transliteration B: pantourgos Transliteration C: pantourgos Beta Code: pantourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A = πανοῦργος, φωτὶ παντουργῷ φρένας S.Aj.445, cf. Eust.524.37.    II creating all, Dam.Pr.57, cf. Eust.29.31.

German (Pape)

[Seite 465] = πανοῦργος, Soph. Ai. 440 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παντουργός: -όν, = πανοῦργος, φωτὶ παντουργῷ φρένας «πάντα πράττοντι καὶ μηδὲν ὑποστελλομένῳ, πανούργῳ καὶ ἀναιδεῖ» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 445, πρβλ. Εὐστ. 524. 37. ΙΙ. ὁ τῶν πάντων κατασκευαστής, Ἐκκλ.· οὕτω παντούργητος, αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
apte à tout faire :
1 industrieux, adroit, actif;
2 fourbe, méchant.
Étymologie: πᾶν, ἔργον.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
1. αυτός που είναι ικανός να επιτελέσει κάθε έργο, πανούργος
2. αυτός που δημιουργεί τα πάντα
3. το αρσ. ως ουσ. παντουργός
ο δημιουργός, ο Θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -ουργός (< έργο)].

Greek Monotonic

παντουργός: -ον, = παν-οῦργος, σε Σοφ.