ἀνθρωπέη: Difference between revisions
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
(big3_4) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ης<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> contr. -πῆ, -ῆς Poll.2.5<br />[[piel de hombre]] Hdt.5.25, Poll.l.c. | |dgtxt=-ης<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> contr. -πῆ, -ῆς Poll.2.5<br />[[piel de hombre]] Hdt.5.25, Poll.l.c. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνθρωπέη:''' συνηρ. -πῆ (ενν. [[δορά]]), <i>ἡ</i>, το ανθρώπινο [[δέρμα]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 30 December 2018
English (LSJ)
contr. ἀνθρω-πῆ (sc. δορά), ἡ,
A man's skin, like ἀλωπεκῆ, λεοντῆ, etc., Hdt.5.25 codd., Poll.2.5.
German (Pape)
[Seite 234] zsgz. ἀνθρωπῆ,ἡ, sc. δορά, die Menschenhaut, Poll. 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπέη: συνῃρ. -πῆ (ἐξυπακ. δορά), ἡ, τὸ ἀνθρώπινον δέρμα, ὡς τὰ ἀλωπεκῆ, λεοντῆ, κτλ., Ἡρόδ. 5. 25 (ἔν τισι χειρογράφ. ἐσφαλμένως ἀνθρωπηΐη) Πολυδ. Β΄, 5.
Spanish (DGE)
-ης
• Alolema(s): contr. -πῆ, -ῆς Poll.2.5
piel de hombre Hdt.5.25, Poll.l.c.
Greek Monotonic
ἀνθρωπέη: συνηρ. -πῆ (ενν. δορά), ἡ, το ανθρώπινο δέρμα, σε Ηρόδ.