ἀπαμπλακεῖν: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(big3_5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀπαμπλᾰκεῖν)<br />sólo aor. [[equivocarse]] στέργημα γὰρ δοκοῦσα προσβαλεῖν σέθεν ἀπήμπλαχ' creyendo darte un filtro de amor, se equivocó</i> S.<i>Tr</i>.1139. | |dgtxt=(ἀπαμπλᾰκεῖν)<br />sólo aor. [[equivocarse]] στέργημα γὰρ δοκοῦσα προσβαλεῖν σέθεν ἀπήμπλαχ' creyendo darte un filtro de amor, se equivocó</i> S.<i>Tr</i>.1139. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπαμπλακεῖν:''' απαρ. ([[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]]) <i>ἀφαμαρτεῖν</i>, αόρ. βʹ του [[ἁμαρτάνω]], [[αποτυγχάνω]] ολοσχερώς, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
inf. of aor. ἀπήμπλακον (no pres. in use),
A = ἀφαμαρτεῖν, fail utterly, S.Tr.1139.
German (Pape)
[Seite 277] nur aor. ἀπήμπλακον, verfehlen, fehlen, Soph. Tr. 1129.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰμπλακεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἀορ. ἀπήμπλακον (ἄνευ εὐχρήστου ἐνεστῶτος), = ἀφαμαρτεῖν, ὁλοσχερῶς ἀποτυχεῖν, Σοφ. Τρ. 1139. (Ἕτεροι προτιμῶσι τὸν ἄνευ τοῦ μ τύπον, ἀπαπλ-)· πρβλ. Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 115.
Spanish (DGE)
(ἀπαμπλᾰκεῖν)
sólo aor. equivocarse στέργημα γὰρ δοκοῦσα προσβαλεῖν σέθεν ἀπήμπλαχ' creyendo darte un filtro de amor, se equivocó S.Tr.1139.
Greek Monotonic
ἀπαμπλακεῖν: απαρ. (χωρίς ενεστ. σε χρήση) ἀφαμαρτεῖν, αόρ. βʹ του ἁμαρτάνω, αποτυγχάνω ολοσχερώς, σε Σοφ.