ἔνορχος: Difference between revisions
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
(12) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνορχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όρχεις (σε [[αντίθεση]] με τον ευνουχισμένο)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει πλήρως ανεπτυγμένους ορχεις (σε [[αντίθεση]] με τον ανήλικο).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όρχις</i> [[κατά]] τα σε -<i>ος</i>]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνορχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όρχεις (σε [[αντίθεση]] με τον ευνουχισμένο)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει πλήρως ανεπτυγμένους ορχεις (σε [[αντίθεση]] με τον ανήλικο).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όρχις</i> [[κατά]] τα σε -<i>ος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔνορχος:''' -ον ([[ὄρχις]]), αυτός που δεν είναι [[ευνούχος]], αυτός που έχει όρχεις, <i>ἔνορχα μῆλα</i>, τα κριάρια που έχουν όρχεις, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (ὄρχις)
A with the testicles in, uncastrated, entire, ἔνορχα . . μῆλ' ἱερεύσειν, i.e. rams, Il.23.147; τὰ ἔ. entire animals, Hp.Vict.2.49; also of palm-trees, Arist.Fr.267 codd. Ath.
German (Pape)
[Seite 850] mit Hoden, Hoden habend, nicht verschnitten; μῆλα, Widder, Il. 23, 147; κριός Synes.; von Palmbäumen, Arist. bei Ath. XIV, 652 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνορχος: -ον, (ὄρχις) ὁ ἔχων ὄρχεις, μὴ εὐνουχισμένος, ἔνορχα... μῆλ’ ἱερεύσειν, ὅ ἐ. κριοὺς ἐνόρχους, καθότι οἱ ἐκτομίαι κριοὶ ἀπεκλείοντο τοῦ θυσιαστηρίου, Ἰλ. Ψ. 147· τὰ ἔνορχα, τὰ ἔχοντα ἤδη τοὺς ὄρχεις ἀνεπτυγμένους, τὰ τέλεια, δηλ. ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἄνορχα, τὰ νεαρὰ ἔτι, Ἱππ. 358. 24: - Ἐν Ἀθην. 652Α πλημμελὴς γραφή: ἐνόρχων, ἀντὶ ἀνόρχων (ὡς διωρθώθη ἤδη). Πρβλ. ἐνόρχης, ἔνορχις.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἐνόρχης.
English (Autenrieth)
uncastrated, Il. 23.147†.
Spanish (DGE)
-ον
de anim. entero, cojudo, no castrado πεντήκοντ ἔνορχα ... μῆλ' ἱερεύσειν Il.23.147
•subst. τὸ ἔ. animal entero Hp.Vict.2.49, op. ἐκτομίας ‘castrado’, Clem.Al.Paed.3.3.19, op. εὐνοῦχος Paul.Aeg.1.84, τὰ ἔνορχα de los animales destinados al sacrificio en honor de los dioses, op. τὰ ἔντομα ‘los castrados’ sacrificados en honor a los muertos, Sud.s.u. ἐντομίδαι, Zonar.s.u. ἐντομίδαι.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔνορχος, -ον)
1. αυτός που έχει όρχεις (σε αντίθεση με τον ευνουχισμένο)
2. εκείνος που έχει πλήρως ανεπτυγμένους ορχεις (σε αντίθεση με τον ανήλικο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + όρχις κατά τα σε -ος].
Greek Monotonic
ἔνορχος: -ον (ὄρχις), αυτός που δεν είναι ευνούχος, αυτός που έχει όρχεις, ἔνορχα μῆλα, τα κριάρια που έχουν όρχεις, σε Ομήρ. Ιλ.