διαί: Difference between revisions

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic

Source
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαί]] (Α)<br />ποιητ. τ. της πρόθεσης <i>διά</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>διά</i>].
|mltxt=[[διαί]] (Α)<br />ποιητ. τ. της πρόθεσης <i>διά</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>διά</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαί:''' [[διαιβολία]], ποιητ. αντί [[διά]], [[διαβολία]].
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαί Medium diacritics: διαί Low diacritics: διαι Capitals: ΔΙΑΙ
Transliteration A: diaí Transliteration B: diai Transliteration C: diai Beta Code: diai/

English (LSJ)

διαιβολία,

   A v. διά, διαβολία.

German (Pape)

[Seite 579] poet. = διά, Aesch. Ag. 448 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

διαί: διαιβολία, ἴδε ἐν λ. διαβολία.

French (Bailly abrégé)

prép.
c. διά.

Spanish (DGE)

v. διά.

Greek Monolingual

διαί (Α)
ποιητ. τ. της πρόθεσης διά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διά].

Greek Monotonic

διαί: διαιβολία, ποιητ. αντί διά, διαβολία.