θεμισκόπος: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεμισκόπος]], -ον (Α)<br />αυτός που επισκοπεί τον νόμο, αυτός που επιτηρεί τον νόμο, τη [[δικαιοσύνη]] και την [[τάξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμις]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]] «[[παρατηρώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> [[κατά]]-<i>σκοπος</i>, <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>]. | |mltxt=[[θεμισκόπος]], -ον (Α)<br />αυτός που επισκοπεί τον νόμο, αυτός που επιτηρεί τον νόμο, τη [[δικαιοσύνη]] και την [[τάξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμις]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]] «[[παρατηρώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> [[κατά]]-<i>σκοπος</i>, <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θεμισκόπος:''' -ον, αυτός που επιτηρεί το νόμο και επιβλέπει την [[τάξη]], σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A seeing to law and justice, Pi.N.7.47.
Greek (Liddell-Scott)
θεμισκόπος: -ον, ὁ ἐπισκοπῶν τὸν νόμον καὶ τὴν τάξιν, Πίνδ. Ν. 7. 69.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui examine avec justice.
Étymologie: θέμις, σκοπέω.
English (Slater)
θεμισκόπος
1 watching over by divine ordinance c. dat. (Νεοπτόλεμον) ἡροίαις πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις (N. 7.47)
Greek Monolingual
θεμισκόπος, -ον (Α)
αυτός που επισκοπεί τον νόμο, αυτός που επιτηρεί τον νόμο, τη δικαιοσύνη και την τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + -σκοπος (< σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. κατά-σκοπος, οιωνο-σκόπος].
Greek Monotonic
θεμισκόπος: -ον, αυτός που επιτηρεί το νόμο και επιβλέπει την τάξη, σε Πίνδ.