διαλγής: Difference between revisions
(9) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαλγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[επώδυνος]], [[θλιβερός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πονά, που υποφέρει πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[άλγος]]]. | |mltxt=[[διαλγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[επώδυνος]], [[θλιβερός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πονά, που υποφέρει πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[άλγος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαλγής:''' -ές ([[ἄλγος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[θλιβερός]], [[βαρύς]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που υποφέρει μεγάλο πόνο, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A grievous, ἄτα A.Ch.68 (lyr.). II suffering great pain, Plu.Alex.75. Adv. -γῶς, ἔχει is pained, Phld.D.3Fr.77.
German (Pape)
[Seite 586] ές, 1) Schmerz bringend, ἄτα Aesch. Ch. 66. – 2) heftige Schmerzen leidend, Plut. Alex. 75.
Greek (Liddell-Scott)
διαλγής: -ές, ἀλγεινός, θλιβερός, βαρύς, ἄτα Αἰσχύλ. Χο. 68· ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ διαιωνίζουσα, ὅθεν ὁ Paley ὑποθέτει ὅτι ἐν τῷ χειρογράφῳ ἐκείνῳ θὰ ὑπῆρχεν αἰᾱνής. ΙΙ. ὁ πολὺν πόνον ὑποφέρων, Πλούτ. Ἀλέξ. 75.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui cause une profonde douleur;
2 qui éprouve une profonde douleur.
Étymologie: διά, ἀλγέω.
Spanish (DGE)
-ές
I 1que sufre un profundo dolor, dolorido ref. Alejandro οὔτ' ἄφνω δ. γενόμενος Plu.Alex.75, θερμὴ καὶ δ. καὶ κραδαινομένη Plu.2.496d.
2 que causa un profundo dolor, doloroso ἄτα A.Ch.68 (cód.).
II adv. -ῶς con dolor, dolorosamente δ. ἔχειν Phld.D.3.Fr.77.7.
Greek Monolingual
διαλγής, -ές (Α)
1. επώδυνος, θλιβερός
2. αυτός που πονά, που υποφέρει πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι(α)- + -αλγής < άλγος].
Greek Monotonic
διαλγής: -ές (ἄλγος)·
I. θλιβερός, βαρύς, σε Αισχύλ.
II. αυτός που υποφέρει μεγάλο πόνο, σε Πλούτ.