δυσαπάλλακτος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσαπάλλακτος]], -ον (AM)<br />αυτός από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται [[κανείς]].
|mltxt=[[δυσαπάλλακτος]], -ον (AM)<br />αυτός από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται [[κανείς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσαπάλλακτος:''' -ον ([[ἀπαλλάσσω]]), [[δύσκολος]] στο να απαλλαγεί [[κάποιος]] από αυτόν, [[φορτικός]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαπάλλακτος Medium diacritics: δυσαπάλλακτος Low diacritics: δυσαπάλλακτος Capitals: ΔΥΣΑΠΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: dysapállaktos Transliteration B: dysapallaktos Transliteration C: dysapallaktos Beta Code: dusapa/llaktos

English (LSJ)

ον,

   A hard to get rid of, νοῦσος Hp.Nat.Mul. 40; ὀδύναι S.Tr.959 (lyr.); πρόσταγμα Isoc.10.28; ἀρρώστημα Arist. PA671b9, cf. Cat.10a4: c. gen., -ότεραι τῶν ἐμβρύων having difficulty in bringing forth, Id.HA587b1; δ. ἀπὸ λόγου a person hard to draw away from... Pl.Tht.195c. Adv. -τως, ἔχειν τινός Eust.1389.46, cf. Eustr. in EN140.18.

German (Pape)

[Seite 676] wovon man sich schwer losmachen kann, hartnäckig; ὀδύναι Soph. Tr. 955, Schol. δυσίατοι; ἀφ' ἑκάστου λόγου Plat. Theaet. 195 c; im compar., Tim. 85 b; δυσαπαλλάκτου προστάγματος Isocr. 10, 28; τῶν ἐμβρύων δ. γίγνονται Arist. de anim. 7, 10, sie können schwer entbunden werden; – Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαπάλλακτος: -ον, ἀφ᾿ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ ἀπαλλαγῇ τις, ὀδύναι Σοφ. Τρ. 959· πρόσταγμα Ἰσοκρ. 213D· ἀρρώστημα Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 9, 4, πρβλ. Κατηγ. 8, 18· ‒ μετὰ γεν., δ. τῶν ἐμβρύων, ἔχουσα δυσκολίαν κατὰ τὸν τοκετόν, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 7. 10, 6· ‒ δ. ἀπὸ λόγου…, Πλάτ. Θεαιτ. 195C. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Εὐστ. 1389. 46.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on ne peut se délivrer.
Étymologie: δυσ-, ἀπαλλάσσω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de lo que es difícil desembarazarse, difícil de quitar o eliminar ὀδύναι S.Tr.959, νοῦσος Hp.Mul.2.141, cf. Nat.Hom.15, ἕλκη Hp.Prorrh.2.11, cf. 30, de una enfermedad, Pl.Ti.85a, πρόσταγμα δυσαπάλλακτον obligación ineludible Isoc.10.28, δ. θέα espectáculo del que es difícil apartarse Str.5.3.8.
2 que se libera o desembaraza difícilmente c. gen. o giro prep. ἀπ' ἑκάστου λόγου Pl.Tht.195c, δ. τῶν ἐμβρύων ref. a las parturientas que rompen aguas prematuramente, Arist.HA 587b1.
II adv. -ως en situación de librarse difícilmente διὰ τὸ τῆς συνηθείας ὑμᾶς δ. ἔχειν D.Chr.38.50, δ. εἶχε τῆς ... Καλυψοῦς Eust.1389.46, cf. Anon.in EN 140.18.

Greek Monolingual

δυσαπάλλακτος, -ον (AM)
αυτός από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται κανείς.

Greek Monotonic

δυσαπάλλακτος: -ον (ἀπαλλάσσω), δύσκολος στο να απαλλαγεί κάποιος από αυτόν, φορτικός, σε Σοφ.