ἀχαράκωτος: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀχαράκωτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει [[κανείς]], που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα<br /><b>2.</b> (για [[αμπέλι]]) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει [[χαράκωμα]], δεν έχουν χαρακώσει το [[στέλεχος]], το [[κούρβουλο]] (για να κάνει μεγάλες ρόγες)<br /><b>3.</b> ο [[αχάρακτος]], όποιος δεν έχει χαραχτεί με αιχμηρό [[εργαλείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άφραχτος, [[ανοχύρωτος]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] φίλους, [[απροστάτευτος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀχαράκωτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει [[κανείς]], που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα<br /><b>2.</b> (για [[αμπέλι]]) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει [[χαράκωμα]], δεν έχουν χαρακώσει το [[στέλεχος]], το [[κούρβουλο]] (για να κάνει μεγάλες ρόγες)<br /><b>3.</b> ο [[αχάρακτος]], όποιος δεν έχει χαραχτεί με αιχμηρό [[εργαλείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άφραχτος, [[ανοχύρωτος]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] φίλους, [[απροστάτευτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀχᾰράκωτος:''' -ον ([[χαρακόω]]), μη περιφραγμένος, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχᾰράκωτος Medium diacritics: ἀχαράκωτος Low diacritics: αχαράκωτος Capitals: ΑΧΑΡΑΚΩΤΟΣ
Transliteration A: acharákōtos Transliteration B: acharakōtos Transliteration C: acharakotos Beta Code: a)xara/kwtos

English (LSJ)

[ρᾰ], ον,

   A not palisaded, Plb.10.11.2, Plu.Mar.20: metaph., defenceless, friendless, Philostr.VA5.35. Adv. -τως, αὐλίσασθαι App.BC3.70.

German (Pape)

[Seite 417] nicht verpallisadirt, unbefestigt, Pol. 10, 11; Plut. Mar. 20. – Adv. -κώτως, App.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχᾰράκωτος: -ον, ὁ μὴ κεχαρακωμένος, ὁ ἄνευ χαρακωμάτων, Πολύβ. 10. 11, 2, Πλουτ. Μάρ. 20. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀππιαν. Ἐμφ. 3. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non garni de palissades.
Étymologie: ἀ, χαρακόω.

Spanish (DGE)

-ον
1 no protegido por empalizada τόπος Plb.10.11.2, cf. Plu.Mar.20
fig. desprotegido de pers., Philostr.VA 5.35.
2 adv. -ως sin protegerse con empalizada ηὐλίσατο ἐν κώπῃ παρὰ τὸ πεδίον ἀ. App.BC 3.70.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀχαράκωτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει κανείς, που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα
2. (για αμπέλι) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει χαράκωμα, δεν έχουν χαρακώσει το στέλεχος, το κούρβουλο (για να κάνει μεγάλες ρόγες)
3. ο αχάρακτος, όποιος δεν έχει χαραχτεί με αιχμηρό εργαλείο
αρχ.
1. άφραχτος, ανοχύρωτος
2. χωρίς φίλους, απροστάτευτος.

Greek Monotonic

ἀχᾰράκωτος: -ον (χαρακόω), μη περιφραγμένος, σε Πλούτ.